Η αδικία, όσοι Θεοί και αν Σταυρωθούν, δε θα τελειώσει ποτέ. Είναι το ίδιο δύσκολο, βαρύ και ανυπόφορο, είτε εμφανίζεται στο σκοτεινό θάλαμο της σχέσης, είτε σε μία χώρα μακρινή, όσο και στον κόσμο ολόκληρο. Εντάξει. Αφού πρέπει να ζήσω μ’ αυτήν, ας γίνει έτσι. Όμως μη μου ζητήσεις να παραστήσω ότι δεν καταλαβαίνω όταν συμβαίνει και ν’ αδιαφορώ. Βολεύει βέβαια, γιατί έτσι μοιάζει ότι συμφωνώ, εσύ κι εγώ δύο συνωμότες, σε μία σχέση που θα καταδικαστεί ερήμην μας να γίνει άνιση. Ξέρω ότι όλοι γινόμαστε καταπατητές όταν βρίσκουμε το χώρο αφύλακτο. Πόσο μάλλον όταν την άδεια τη δίνει ο ίδιος ο έρωτας, που είναι νομοθέτης επιπόλαιος, ανάλγητος, πράττει όπως τον ευχαριστεί. Ο ίδιος ένα ξεχωριστό πολίτευμα.
Δε με νοιάζει όμως πια το μετά, θα μιλήσω ακόμη και αν δε θέλεις ή μάλλον, ακόμα κι αν είναι πια αργά. Μάταια προσπαθείς να με ηρεμήσεις. Οι ανοχές που ονόμαζα υπομονές, μαζεύτηκαν σαν παλιές εφημερίδες στο γραφείο, που όλο λέω μια μέρα θα διαβάσω, μα το αναβάλλω. Έρχεται η στιγμή που δε βλέπεις τίποτε γύρω σου από τις στοίβες, μυρίζεις άνθρακα και μπαγιάτικο χαρτί, δεν υπάρχει αέρας, έχει φυλακιστεί στις κιτρινισμένες σελίδες. Θάβομαι στο παλιό που παλιώνει συνέχεια κι ακόμα πιο πολύ. Δε θέλω άλλο να είμαι εκεί, δε χωράω πια. Φυσικά φταίω. Έδινα χρόνο στο χρόνο και το ονόμαζα «δεύτερες ευκαιρίες».
Λες ότι θα μετανιώσω, αυτή η οργή θα τα καταστρέψει όλα. Να μη φωνάζω, να μην παρεκτρέπομαι. Δε συζητώ πια, δεν εξηγώ πολιτισμένα, ούτε επιχειρηματολογώ. Τώρα μόνο ουρλιάζω. Πολλές φορές υπήρξε η υποτίμηση, προσπάθεια να ακυρώσουμε ο ένας την αυτονόητη αφοσίωση του άλλου. Λεπτομέρειες που δίναμε άσκοπη βαρύτητα, μπορεί να γίνονταν αιτίες για καβγάδες που θα άρμοζαν να γίνουν για κάτι σοβαρότερο. Μ’ έκανες εσύ καθρέφτη σου κι εγώ δικό μου παρ’ όλο ότι προσπαθούσες ν’ αποφύγεις αυτό που όλοι φοβούνται, την αυτοκριτική κι εγώ μαζί σου πάλευα να την κάνω μέσα από ένα κίτρινο θολό φίλτρο που δεν έλεγε να δείξει την αλήθεια. Στις συζητήσεις μας αντιδρούσαμε με παρεξήγηση και παρανόηση των προθέσεων, σαν να ψάχναμε αυτό «το άλλο» που κρυβόταν πίσω από τα λόγια μας, λες κι η κορυφή του Έβερεστ δεν ανήκει πάνω απ’ όλα στα σύννεφα.
Μου έλεγες ψέματα για να μη με στεναχωρήσεις δήθεν, αλλά τη δικιά σου αλήθεια δεν μπορούσες ν’ αντέξεις. Φυσικά φταίω κι εγώ. Αρχειοθετούσα τις απογοητεύσεις μου στα πιο ψηλά ράφια, νομίζοντας ότι δε θα χρειαστεί ποτέ να ανατρέξω.
Δεν ήξερες, δε φανταζόσουν τα όρια. Δε σου είχα δείξει το μπαούλο των υπομονών, το κουτάκι των απωθημένων. Πάντα πίστευα ότι ο διάλογος θα είναι το αντίδοτο της αμφιβολίας μου για σένα και θα καταφέρνει να φέρνει πάντα στην επιφάνεια τις λύσεις. Όμως μόνο η αξιοπρέπεια μπορεί να λύσει τα μάγια. Δεν μπορεί κανείς να μας προσφέρει βοήθεια πια. Δίκη χωρίς ακροατήριο και κυρίως, χωρίς δικηγόρο. Εσύ κι εγώ, μόνοι μας.
Η αγανάκτηση, θα πεις, υγιής αντίδραση. Φυσική άμυνα του οργανισμού. Κάνω αεροπειρατεία και φεύγω σε άλλη ήπειρο. Αν μείνω λίγο ακόμη μαζί σου, δε θα θυμάμαι γιατί διάλεξα να σ’ αγαπήσω, θέλω εσύ να θυμάσαι, να θυμάμαι κι εγώ. Γι’ αυτό αποφασίζω να μας σώσω. Το μαύρο κουτί γέμισε πληροφορία, αυτό θα έχει πάντα μέσα του κρυμμένες τις λεπτομέρειες της πτώσης.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου