Οι αργίες είναι οι χειρότερες μέρες, μαζί και οι Κυριακές. Η απόλαυση της παύσης που όπως γράφει ο Στέφαν Τσβάιχ, «είναι κι αυτή μέρος της μουσικής» έγινε ξεχασμένος σελιδοδείκτης στο παραμύθι που διάβαζες μικρός. Τότε που ένιωθες ότι οι άδειες μέρες σου χαρίζονταν. Τότε που ήξερες να μένεις ακίνητος. Που ανυπομονούσες να μην έχεις τίποτε να κάνεις. Ερχόταν η Κυριακή βράδυ και τράβαγες το χρόνο, να ξεχειλώσει σαν ζυμαράκι που άνοιγες κι άπλωνες, τόπους-τόπους γινόταν διάφανο, αλλά ακόμα και σ’ αυτά τα κενά, έβρισκες να βάλεις υλικά.
Τώρα το Σάββατο βράδυ εμφανίζεται σαν παγόβουνο, που συνθλίβεται επάνω του η εβδομάδα και μας βρίσκει όλους ναυαγούς· προσπαθείς μόνο να γλιτώσεις. Η δουλειά σου λείπει. Εκεί ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, ενώ τώρα χρειάζεσαι να το βρεις μόνος σου. Το ετοιμοπαράδοτο ενδιαφέρον της ζωής βολεύει. Προκαθορισμένος κόπος, μηχανικές κινήσεις. Χωρίς οχτάωρους συναδέλφους, χωρίς προγραμματισμένους φίλους, μένεις μετέωρος στο κάθισμά σου όταν η ρόδα σταματά στο πιο ψηλό σημείο.
Η ρουτίνα ζητάει καινούρια ρουτίνα. Δε θέλει, δεν τολμάει να δει την απεραντοσύνη. Δεν μπορεί να μείνει χωρίς εγχειρίδιο χαράς, ανάξια μπροστά στις δυνατότητες. Παρέες που σώζουν τη μοναχικότητα από τη μοναξιά, βρίσκεις τη λύση, αν και συμβατική. Στριμώχνεσαι στο πλήθος στα μπαρ, μπριζόλες γαρνιρισμένες με πολιτικές συζητήσεις, θόρυβος. Δεν ακούς, δε μιλάς, κοινωνική έκβαση χωρίς φαντασία. Αν όχι όλα αυτά, τότε φοβάσαι μήπως η πόλη κάπου διασκεδάζει, μα εσένα δε σε παίζουν. Δεν είσαι αρκετά γενναίος ν’ αντέξεις τη δικιά σου ριξιά. Επιλογή κι όχι ανάγκη.
Κάτι σαν τα γενέθλια που κανείς δεν τα γνωρίζει, αλλά εσύ έχεις προσμονή πως κάτι σπουδαίο θα συμβεί. Συνήθως δε γίνεται τίποτε κι έρχεται το βράδυ που η χρονιά σου φορτώθηκε στα χρόνια, έχεις μείνει με μία φούσκα από κάψιμο στο χέρι, που δεν την έσκασε καμία βελόνα να γιάνει, θα περιμένεις να απορροφηθεί μόνη της.
Μέρες κενές. Σύρματα χωρίς πουλιά. Πλοία χωρίς επιβάτες. Περιμένεις να χτυπήσει το τηλέφωνο, δε θέλεις να είναι για δουλειά, αλλά αυτό δε χτυπά. Μένεις μόνος να το κοιτάς, χωρίς να είσαι κάτι, οι ιδιότητές σου έχουν μείνει στην τσάντα του laptop, στο κουτάκι με τους συνδετήρες και τα συρραπτικά. Έχεις κολλήσει στο φανάρι που άναψε κόκκινο και δεν πρόλαβες να περάσεις.
Πώς γίνεται να είσαι σημαντικό άτομο για πέντε μέρες και τις δύο να μην υπάρχεις, τις δύο να αναιρείσαι. Σου είπαν ότι πρωταγωνιστείς στο έργο, αλλά ο προβολέας δεν άναψε και τον μονόλογό σου τον είπες στο σκοτάδι. Όλες τις ημέρες τρέχεις, περνάς με άνεση στην επόμενη ανυπόμονη δραστηριότητα, παίζεις κουτσό στα τακτοποιημένα σου κουτάκια, μα έρχεται κάποιος το Σάββατο και κλωτσάει το πετραδάκι μακριά. Βγαίνεις εκτός παιχνιδιού. Είσαι άκυρος. Είσαι αμήχανος. Είσαι μόνος.
Κι αν έχεις ταίρι που σ’ αγαπά, η αγάπη σ’ αυτή την παρένθεση του χρόνου, ξαναζυγίζεται. Η σχέση αναμετριέται και βλέπεις πιο καθαρά, χωρίς παρεμβολές δραστηριοτήτων που σε καθυστερούν ή σε ξεγελούν, αν είναι αυτός ο σωστός συνοδηγός, αν ξέρει να διαβάσει το χάρτη για τη κοινή διαδρομή.
Σέρνεις την κουβέρτα της εβδομάδας μέχρι πάνω να καλύψει από το κρύο τους ώμους και μένουν έξω τα πόδια, γιατί ξέχασες να χουχουλιάζεις. Η απλότητα του χρόνου έχει αποκτήσει ποινική βαρύτητα. Ένας περίπατος, η αθωότητα η ανεπιτήδευτη, να είναι όλος ο κόσμος ένας κήπος, μία αυλή γεμάτη λεμονιές που οι ανθοί της ευωδιάζουν, το φεγγάρι που το πρόσεξες απόψε, αρχίζει και γεμίζει. Εύκολα νιώθει κανείς χαρά. Κι αυτό το Σάββατό σού που έρχεται, αρκεί σαν αντίδωρο, να σε χορτάσει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου