Ο μεγαλύτερος εφιάλτης μου ήταν πάντα να χρειαστεί να ζήσω σ’ ένα σπίτι χωρίς θέρμανση και στο κρύο δωμάτιο να με περιμένει ένα βουνό ρούχα που χρειάζονται σιδέρωμα. Δεν υπήρχε σ’ αυτό το σενάριο πείνα, δίψα, ούτε καν άδειο πορτοφόλι. Δεν είχε κλέφτες ούτε σκυλιά να με κυνηγούν πέντε η ώρα το πρωί στους έρημους δρόμους, ούτε εμένα σε χαλάσματα μετά από σεισμό μ’ ένα μπουκαλάκι νερό που πρέπει να μην τελειώσει ποτέ, ή να βρίσκομαι σε μία άγνωστη πόλη που βυθίζεται στο σκοτάδι από καταιγίδα που μαίνεται έξω, με τον αέρα να βογκάει αναποδογυρίζοντας κάδους και ξεριζώνοντας δέντρα. Δεν έμενα με το αυτοκίνητο από βενζίνη στη Βασιλίσσης Σοφίας ενώ είχα μπει παράνομα στον δακτύλιο, δεν είχε το φόβο να χτυπήσει στις 11 το τηλέφωνο και να είναι από το σχολείο των παιδιών, ή να έχει τελειώσει ο καφές και να το διαπιστώνω στις έξι το πρωί, ούτε να ταξιδεύω χωρίς να έχω πάρει το βιβλίο μου.
Πόσο μάλλον το φόβο ότι κάνω πάρτι και δε σηκώνεται κανείς να χορέψει, ή ότι μία μέρα μ’ εγκαταλείπουν όλοι μου οι φίλοι σαν να μην υπήρξα ποτέ. Η συλλογή μου είναι πολύ πλούσια.
Ότι θα χάσω την ακοή μου και δε θα μπορώ ν’ ακούω μουσική, ότι από περηφάνια δεν θα φωνάζω κανέναν να με βοηθήσει. Στο σενάριο φαντάσου, δεν υπήρχε καν η σκηνή που βρίσκω το ταίρι μου σε άλλη αγκαλιά να πίνει τρυφερό καφέ σε γνωστό στέκι στην Αθήνα αντί να είναι στη δουλειά, κι εγώ το βλέπω αλλά εκείνο δε με βλέπει.
Και φυσικά πουθενά στη λίστα μου δεν υπήρχε αυτό που ζούμε τώρα. Γιατί αντίθετα, αυτό δεν είναι παρά ένα όνειρο. Μοιάζει σαν να κολυμπούσα πριν σε μία ασταθή, αψυχολόγητη, βαθιά θάλασσα, που άλλοτε έσκαγαν τα κύματα σε κοφτερούς βράχους κι άλλοτε γινόταν χάδι σε αμμουδερή παραλία, ενώ τώρα βρέθηκα να χαλαρώνω σε μία μοντέρνα πισίνα με υπερχείλιση και γαλάζια ουράνια πλακάκια που κάνει διάφανο το νερό και ξεχωρίζω την παραμικρή απόχρωση από το μαγιό μου καθώς κολυμπάω ανέμελα και πίνω κοκτέιλ ελεύθερα, χωρίς να πληρώνω -είναι όλα προσφορά του resort που μένω- τα γρασίδια όλα δικά μου κι η μουσική παίζει μόνο για μένα. Μπορώ να διαλέξω να κοιμάμαι κάθε βράδυ σε διαφορετικό δωμάτιο και κάνω πάρτι χωρίς καλεσμένους, δε με νοιάζει, φοράω τις πυτζάμες μου και κατεβαίνω στο σαλόνι, όλοι είναι αλλού, εγώ μόνο είμαι εδώ, και δε φοβάμαι τίποτε. Η κουζίνα έχει προμήθειες για απίθανες συνταγές, και παρασκευές εξωτικές, θέλω να τα φάω όλα, να μαγειρεύω κάθε μέρα και να δοκιμάζω διαφορετικές γεύσεις, δεν ακολουθώ το χρόνο, γίνεται η μέρα μου τσουλήθρα που γλιστράω ελεύθερα, με τα χέρια ανοιχτά σαν να πετάω, χωρίς ενοχές για μία και μοναδική φορά στη ζωή μου. Δεν πρέπει να κάνω κάτι. Οφείλω να μην κάνω τίποτα.
Πρώτη φορά μπορώ να καθίσω ήσυχη. Λίγο σαν παιχνίδι που μοιάζει με κρυφτό, αλλά είμαστε μεγάλοι που το παίζουμε κι έχουμε ξεχάσει την παιδική αγωνία που η καρδιά χτυπά δυνατά μη με βρει ο φίλος μου που είναι τώρα αντίπαλος, ίσως κι εχθρός, που μοιάζει να με πλησιάζει κι εγώ δεν πρέπει να βγάλω κιχ. Πολλά μπορώ να σκέφτομαι κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα που κρατάω την ανάσα μου, μη με βρει, μη με ακούσει, μη με πλησιάσει, μήπως είμαι σε δάσος που ο λύκος καραδοκεί κι εγώ πρέπει να κρατήσω αναπνοή και τα χέρια μου δεμένα, τους χτύπους της καρδιάς σε σίγαση, τα λόγια να τα καταπιώ για να σωθώ εγώ κι όλοι όσοι αγαπώ.
Όταν ήμασταν μικρά, μαθαίναμε να κολυμπάμε, και κάποια στιγμή μετά από ένα, δύο καλοκαίρια νιώθαμε για πρώτη φορά ότι μπορούμε να επιβληθούμε στο σώμα μας και να το ελέγξουμε, να το κρατήσουμε ανάσκελα, ακίνητο πάνω στο νερό σαν ανάλαφρη σανίδα που αφήνεται με εμπιστοσύνη στο απαλό κυματάκι, στο ρεύμα, έτσι αφήνομαι αυτές τις μέρες, χωρίς φόβο, χωρίς προσμονή, μόνο με μία υγρή υπομονή να με πάει όπου θέλει ή και πουθενά.
Ξέρω ότι δε θα κρατήσει πολύ αυτή η παρένθεση. Είναι η ζωή πολύ άγρια όπως έχει πει ο ηλικιωμένος φίλος μου ο κύριος Κωνσταντίνος και δε μας αφήνει σε ησυχία. Ο καιρός τώρα είναι καλός για εμάς τους δειλούς, τους φοβητσιάρηδες. Η φωλιά έχει βαμβάκια, χαδάκια, φιλάκια παιδικά, αγκαλίτσες ασφαλείς, είναι ένα μοντέρνο κουκούλι. Να ζήσουμε επίσημα στην κρυψώνα μας σαν να είναι διαταγή, σαν να είναι φυσικός νόμος.
Παίζω μόνη μου μονόπολι και κερδίζω συνεχώς. Ο καναπές έχει γίνει ο πιο εξωτικός προορισμός κι η κουζίνα όλο το σύμπαν με τα αστέρια και τα ηλιακά συστήματα και τους μετεωρίτες και τα φεγγάρια. Ο διάδρομος ανάμεσα στα δωμάτια είναι κυλιόμενος και με πάει γρήγορα στο επόμενο gate να μη χάσω την πτήση. Τα ρούχα δε χρειάζονται σιδέρωμα, είναι άχρηστα πια, τα πολλά τα άπειρα ρούχα. Είμαι με τη φόρμα, είμαι με παντόφλες, είμαι χωρίς φτιασίδια, είμαι.
Όμως μέσα σ’ όλα αυτά, δεν είσαι εσύ μαζί μου, πουθενά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου