Σκηνικό: Βρισκόμαστε σε πολυκατάστημα ρούχων. Είναι δέκα η ώρα, οι πόρτες ανοίγουν και το κατάστημα είναι όλο δικό μας. Τα ρούχα τακτοποιημένα στα ράφια και στις κρεμάστρες, διαλέγουμε ό, τι μας αρέσει. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κοστούμι που ξέρουμε ότι θα γίνει σίγουρα δικό μας, δεν χρειάζεται καν να πάμε στα δοκιμαστήρια, έχει φτιαχτεί μόνο για μας.
Μπαίνουμε περήφανα στο γραφείο. Το ίδιο κοστούμι, με άλλο πρόσωπο, με άλλα μαλλιά και διαφορετικά τουλάχιστον παπούτσια, κυκλοφορεί στους διαδρόμους. Η ερώτηση είναι «Και τώρα τι κάνουμε;». Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει εμείς να δώσουμε και την απάντηση. Το αόρατο πινακάκι με τις πιθανές λύσεις εμφανίζεται αστραπιαία μπροστά μας, όπως στους πολιτικούς ο λόγος που διαβάζουν, κι εμείς υποθέτουμε. Ένα· προφασιζόμαστε αδιαθεσία και φεύγουμε ακαριαία. Δύο· βγάζουμε σακάκι, μένουμε με το μπλουζάκι που γράφει συνθήματα αντιεξουσιαστικά. Τρία· βάζουμε το μαντήλι για φουλάρι, σηκώνουμε το παντελόνι γίνεται κάπρι και αντιμετωπίζουμε με τον δικό μας «αέρα στα πανιά μας» τον σωσία μας. Δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο.
Η ερώτηση «τι κάνω τώρα» ή «πώς να το πω», είναι οι φράσεις που σαν τα σπόρια τσιμπολογάει το μυαλό μας, όταν βρίσκεται σε πανικό ή φόβο, απλή απορία ή αγωνία. Όταν βασανίζεται από αισθήματα ανεπίδοτα, προσπάθειες χωρίς αναγνώριση και χιλιάδες αναπάντητα «γιατί». Πόσες φορές δεν έχουμε επιθυμήσει να είχαμε μία δεύτερη ευκαιρία για να κάνουμε κάτι διαφορετικά, να πούμε κάτι αλλιώς . Η λέξη «έρωτας» είναι βασικό συστατικό της λέξης «ερώτηση». Αυτός μας μαθαίνει τελικά τον τρόπο. Έρωτας για τον εαυτό μας και για τον άλλον, μας παρακινεί στο θαυμαστό αλλά τόσο δύσκολο παιχνίδι της επικοινωνίας, χωρίς οχυρά, παρά μόνο με την αλήθεια μας. Κι αυτό είναι ευχάριστα μεταδοτικό. Γιατί όταν υπάρχει αληθινό ενδιαφέρον στις προθέσεις μας, θα έρθει σαν απάντηση η ειλικρίνεια , η ανταπόκριση, η αμοιβαιότητα, η συμφωνία για τσέλο και δυο βιολιά.
Ανεβαίνουμε σε ένα μέσο μεταφοράς με το εισιτήριο στο χέρι, ξέρουμε τον προορισμό μας. Συνήθως ξέρουμε από τις πρώτες κουβέντες, τι περιμένουμε, τι θέλουμε από τον άλλο. Το εισιτήριο σ’ αυτήν την περίπτωση είναι η τακτική που θα βρούμε να ταιριάζει στον καθένα και την προσωπικότητά του αλλά και τη θέση που έχει στη ζωή μας. Αν αποκαλέσουμε «αγάπη μου » τον διευθυντή μας όταν ζητήσουμε προαγωγή, τότε θα πάρουμε φιλάκι. Αν ζητήσουμε από το ταίρι μας να «αρχειοθετήσει τους φακέλους», μάλλον δε θα πάρουμε ως απάντηση το «σ’ αγαπώ».
Όταν ζητάμε κάτι από τον άλλον, ας σκεφτούμε πως είμαστε ένα άδειο σπίτι που ξαφνικά είπαν οι φίλοι ότι θα έρθουν για πίτσα και ταινία. Πρέπει να κερδίσουμε χρόνο ώστε να προετοιμαστούμε. Αφού δεν προλαβαίνουμε να εξασφαλίσουμε ολόκληρη οικοσκευή και τα έπιπλα του γούστου μας, ας τους υποδεχτούμε με τα βασικά αλλά κι ένα τεράστιο, ζεστό χαμόγελο.
Το παιχνίδι αυτό βασίζεται βέβαια σε μεγάλο βαθμό και στο στιλ. Αν μπορούσαμε να ζητάμε φωτιά για το τσιγάρο μας όπως η Ρίτα Χέιγουορθ στη «Τζίλντα» χωρίς να νομίζουν οι άλλοι ότι έπαθε κάτι η μέση μας, ή απλά με το να βάζουμε το καπέλο μας στραβά όπως ο Χάμφρι Μπόγκαρτ, τότε όλα θα ήταν εύκολα. Αργές, νωχελικές κινήσεις, γεμάτες σιγουριά κι αυτοπεποίθηση θα αρκούσαν για να εξασφαλίσουν το πολυπόθητο «ναι» σε κάθε ερώτηση.
Μήπως όμως το «όχι» είναι αυτό που θα μας πάει τελικά παρακάτω;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου