Η επανάληψη, είναι η μητέρα της συνήθειας.
Νόρμες συμπεριφορών, μανιέρες που ακολουθούνται πιστά και απερίσπαστα. Σχεδόν εμμονικά.
Μαθαίνουμε να είμαστε μόνοι. Μαθαίνουμε να υπηρετούμε τις ορέξεις των άλλων.
Ευνουχίζουμε το καθετί που μυρίζει ρίσκο, δικαίωμα στο νέο, το άπιαστο, το απ’ αλλού φερμένο.
Μου αρέσει η ποίηση. Μου προσφέρει ένα καταφύγιο. Διατηρώ μια ζεστή σχέση μαζί της.
Μυρίζει απόδραση από τα πεζά κείμενα. Διακρίνεται από μια αρμονία.
Αυτή η αρμονία που λείπει από τις σχέσεις των ανθρώπων και από αυτά τα κατά συνθήκη ζευγάρια, που μηχανικά κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον να μοιάξουν «ένα», θαρρείς.
Νομίζεις πως δεν υπάρχουν; Γέμισε ο κόσμος από δαύτα.
Γύρνα, γύρνα και δες, κοίταξε προσεκτικά. Παρατήρησε.
Κάνε μου αυτή τη χάρη μόνο, να έχεις βλέμμα γεμάτο αμφιβολία χωρίς ίχνος ρομαντισμού, απαλλαγμένο από φίλτρα ευαισθησίας, και σύντομα θα τα εντοπίσεις.
Για μια στιγμή θα νιώσεις σαν να έχει πέσει επιδημία και θα ψιθυρίσεις «εγώ δε το θέλω αυτό».
Τι να θέλεις δηλαδή; Ποιος θα το ‘θελε; Οι σχέσεις που διέπονται από συνθήκη δεν ενθουσιάζουν.
Αχ, αυτά τα ζευγάρια.
Που κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου με τα κεφάλια σε ετερόκλητες κατευθύνσεις.
Τίποτα δεν έχουν να ζηλέψεις. Και με το δίκιο σου δηλαδή, εδώ που τα λέμε.
Φιλιά που μυρίζουν θάνατο.
Ατελείωτα βράδια σιωπής μπροστά στην τηλεόραση, ξαπλωμένοι στον ίδιο καναπέ μα ποτέ αγκαλιά. Μια λίστα στο ψυγείο με τα ψώνια της εβδομάδος.
Πατάτες, ένα κιλό κρεμμύδια, ζαμπόν, ψωμί του τοστ.
Καμιά καρδιά ζωγραφισμένη, κανένα «σ ‘αγαπώ», ούτε μια «καλημέρα», ούτε ένα «σε σκέφτομαι».
Καμιά ανατροπή, καμία έκπληξη.
Και ‘κείνες οι ώρες μακριά ο ένας από τον άλλον, ανάσα και κύριο ζητούμενο.
Ακόμη και ο έρωτας και αυτός.
Ίδιες κινήσεις, ίδιες ανάσες, ίδιοι χρόνοι μια επαφή ρουτίνας, ένα έργο σε επανάληψη χωρίς ενδιαφέρον και στο τέλος, πάντα διαφορετικά όνειρα.
«΄Ενας απ’ τους δύο το θέλει πιο πολύ αυτό το μαζί» σκέφτεσαι για να μαλακώσεις την πραγματικότητα, σε μια προσπάθεια να τη φέρεις πιο κοντά σου, πιο στα μέτρα σου.
Μοιράζεις ρόλους. Θύτης και θύμα.
Δεν υπάρχουν ρόλοι όμως.
Είναι το μόνο σημείο που είναι μαζί, ενωμένοι σαν γροθιά.
Κανένας θύτης, κανένα θύμα.
Καμία καταπίεση και καμία κάθαρση.
Κανένας τους δε θα πεθάνει από έρωτα, ίσως μόνο απ’ την ανία που τους προκαλεί η απουσία του. Και αυτή όμως, είναι υποφερτή και όπως φαίνεται επιλογή τους.
Τους λες και αυτόχειρες αλλά αυτή την ασφάλεια δεν την αλλάζουν με κανέναν μεγάλο έρωτα.
Μπορεί κάποτε να είχαν πληγωθεί και να θέλησαν να προφυλάξουν τον εαυτό τους.
Μπορεί έτσι να νιώθουν άτρωτοι.
Σου έχω πει ποτέ, πόσο επικίνδυνη λέξη είναι η «ασφάλεια»;
Αυτή η ασφάλεια;
Αυτή η ηρεμία;
Αυτή η καθημερινότητα δίχως καμιά ευχάριστη αλλά ούτε και δυσάρεστη έκπληξη;
Πως σαν τυλίγεσαι με το σάβανο αυτό, είσαι κιόλας νεκρός;
Σου κάνει εντύπωση που δεν έχουν ανταλλάξει ούτε ένα ζεστό βλέμμα, ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα τρυφερό άγγιγμα.
Εκείνος διαβάζει την εφημερίδα του.
Εκείνη χαζεύει τους περαστικούς.
Μοιάζουν σαν δυο ξένοι που μοιράζονται το ίδιο τραπέζι απ΄ ανάγκη -από μια ανάγκη Θεέ μου- γιατί δεν βρήκαν πού αλλού να καθίσουν.
Υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες σχετίστηκαν.
Κρίμα. Και θα μπορούσαν να πουν τόσα πολλά.
Μέχρι και η σιωπή τους, θα μπορούσε να ‘ταν φλύαρη. Σχεδόν κινηματογραφική.