Δε γνωρίζω τίποτε άλλο σε αυτό τον κόσμο που να έχει τέτοια δύναμη όσο η λέξη…
Κάθε φορά που δεν μπορούσα να εκφράσω όσα ένιωθα με λόγια, πάντα κατέφευγα στα γραπτά.
Γράμματα στη σειρά βαλμένα να σχηματίζουν λέξεις.
Λέξεις που κλείνανε σε φράσεις και τιθασεύανε τα σαν κύματα συναισθήματα.
Μελάνι που πότιζε στο χαρτί τα όσα δυσκολευόμουν να αρθρώσω.
Τα σ’αγαπώ που θα ήθελα να πω εγώ τα έγραφα, τα αποτύπωνα με χιλιάδες χρώματα, εικόνες, ήχους, προσδοκίες, θέληση, δύναμη και μνήμη.
Τα γραπτά μένουν, γίνονται ιστορία. Μικρά σημειώματα κολλημένα στην πόρτα του ψυγείου να σου λένε Καλημέρα, σε θέλω, να προσέχεις.
Ακούω συχνά να γκρινιάζουν για όσα δεν ειπώνονται, πόσο καλός είναι κάποιος απέναντί σου όμως δε μιλάει αρκετά για τα όσα νιώθει, δε σου λέει πως αισθάνεται για εσένα.
Δεν θα σου πω πως έχουν άδικο.
Όταν έχεις έναν άνθρωπο απέναντί σου μπορείς να καταγράψεις και την ελάχιστη σύσπαση του προσώπου του καθώς εκφράζει τα όσα νιώθει. Να δεις στα μάτια του την ψυχή του, να μετρήσεις την υπέρβαση και τον βαθμό δυσκολίας. Να τον αγκαλιάσεις και να του πεις ότι εδώ δε θα τον πληγώσει κανείς. Να του σκάσεις ένα φιλί στα δόντια, και να του πεις «κι εγώ».
Όμως υπάρχουν και αυτοί που δεν τα πάνε καλά με τα λόγια.
Μη με ρωτήσεις γιατί. Πιθανολογώ ότι όταν νιώθεις στο πετσί σου τον έρωτα είσαι φειδωλός με τις λέξεις. Δένεται φιόγκος η γλώσσα σου και οπισθοχωρείς στη σκέψη ότι μπορεί να μην είσαι απόλυτα ακριβής ως προς τη διατύπωση.
Ίσως και να νιώθεις ευάλωτος, αδύναμος, ανίκανος. Βλέπεις μάθαμε όλα τα άλλα, εκτός από το να μιλάμε για όσα αισθανόμαστε. Δυσκολευόμαστε στα πιο απλά και ουσιαστικά.
Και το σ’αγαπώ ξέρεις, έχει μια βαρύτητα που λίγοι την καταλαβαίνουν επακριβώς ώστε να μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα.
Και έτσι η γραφή γίνεται η διαφυγή σου, ο εξομολογητής σου, το μέσο.
Δεν είναι διόλου κακό ή λιγότερο. Είναι ένας δρόμος που ίσως να σε οδηγήσει κάποια στιγμή να το πεις.
Που θα σου μάθει να εκτίθεσαι και να αφήνεσαι στον άλλον, να δώσεις ελευθέρας για να σε δει ολόκληρο, να γνωρίσει τα όσα έχεις μέσα σου για εκείνον. Ένα παράθυρο στα όσα δε μπορείς να πεις.
Γιατί κακά τα ψέματα, δε γεννηθήκαμε όλοι με την ευφράδεια λόγου στο τσεπάκι μας.
Και τα γραπτά έχουν μια άλλη δυναμική τόσο για εσένα όσο και για τον παραλήπτη.
Είναι η μήτρα του προφορικού λόγου και η συντήρησή του.
Έχεις το πλεονέκτημα της δεύτερης ανάγνωσης, την ευκαιρία να διαβάσεις ανάμεσα στις γραμμές, πίσω από αυτές, να κάνεις εικόνες, να έχεις μια χειροπιαστή απόδειξη ή κατάθεση των όσων αισθάνεται κάποιος για εσένα.
Να μουτζουρώσεις λέξεις, να ξεφύγεις από το πλαίσιο, να βάλεις αστερίσκους, να σκίσεις, να ξαναγράψεις, να φανεί η ένταση των συναισθημάτων σου στα γράμματά σου. Να πεις όσα δε θα τολμούσες να ξεστομίσεις, να μάθεις κάτι περισσότερο για εσένα. Να νοήσεις κοιτάζοντας ώρες μια λέξη μέχρι αυτή να αρχίσει να λάμπει.
Εγώ τα «σ’αγαπώ» αυτά τα αγαπάω ένα κλικ περισσότερο από τα άλλα.
Κρύβουν μια διαχρονικότητα, έχουν κάτι από αιωνιότητα, μια προσπάθεια διαιώνισης. Και το αιώνιο ξέρεις ότι δεν είναι παρά μόνο στιγμές ευτυχίας. Και η ευτυχία χωράει σε ένα κομμάτι χαρτί, σε μηνύματα που τα φυλάς και τα διαβάζεις για να γεμίζεις δύναμη και να συνεχίζεις όταν τα δύσκολα σου χτυπάνε την πόρτα.
Σκέφτομαι ένα «σ’αγαπώ» που κουβαλάω μέσα στο πορτοφόλι μου, μηνύματα κρατημένα στο φάκελο των εισερχόμενων. Κάθε φορά που τα ανοίγω και τα διαβάζω, νιώθω ευλογημένη που ήμουν ο παραλήπτης.
Όσο για τα άλλα…
Τα άλλα τα βλέπω κάθε φορά που με κοιτάς, στις άκρες των χειλιών σου όταν μου χαμογελάς, στο άγγιγμα σου. Γράφουν πάνω σου και μέσα μου. Δε χάνονται μέσα στη σιωπή. Μιλάνε και αυτά αλλά με τον δικό τους τρόπο. Αρκεί να ξέρεις να τα διαβάζεις.