Ένα ακόμη πρωινό, σαν όλα τα άλλα. Αυτά τα ανυπόφορα πρωινά που οι γρίλιες τρίζουν τις πρώτες ώρες της ημέρας και δε θέλεις να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι σου. Αυτό το πρωινό, όμως, εσύ το υποδέχτηκες με τα μάτια ορθάνοιχτα. Καφές σκέτος διπλός ελληνικός κι ούτε ένα ψίχουλο στο πιατάκι από ρομάντζο, λίγο κόκκινο να σπάσει τη μονοτονία του γκρίζου, κάποιος έστω νέος ήχος να παρεισφρήσει στην παραφωνία της μονότονης καθημερινότητας, σαν μετανάστης που περνάει τα σύνορα. Μόνο που για εσένα δεν υπάρχει σύνορο ούτε διέξοδος.

«Ο χρόνος είναι πάντα σχετικός», μονολογείς και χώνεσαι κάτω απ’ το ντους, με συνέπεια στο πρόγραμμά σου, τέτοια όπως αυτή που επιδεικνύει ο νεοσύλλεκτος στην αρχή της θητείας του. Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που τελείωσες με το φανταρικό σου. Περνάνε τα χρόνια κι ας αντιστέκεσαι στην ιδέα με εμμονική επιμονή. Η υπενθύμιση μιας τέτοιας αλήθειας είναι σκληρή, τώρα το ξέρεις.

Αφήνεις το νερό να τρέξει επάνω σου μήπως και ξεπλύνει τη θλίψη σου, μήπως την πάρει από μέσα σου και τη ρίξει στους υπονόμους της μεγαλούπολης, να μοιραστεί, να νιώσεις καλύτερα. Έτσι δε λένε; Πως ό,τι μοιράζεται φαίνεται πιο εύκολο, πιο υποφερτό; Όχι για εσένα, όμως. Μόνο ο χρόνος, «ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός», απευθύνεσαι στον εαυτό σου παρηγορητικά χωρίς αποτέλεσμα και τυλίγεσαι με την πετσέτα.

Το χέρι σου χαϊδεύει τον καθρέφτη του μπάνιου κι οι ρυτίδες στο πρόσωπό σου ανοίγουν διάλογο με τον αιώνιο έφηβο που έχουν απέναντί τους. Μοιάζεις με εκείνο το αγόρι στα οικογενειακά άλμπουμ που κλείνουν στις σελίδες τους εκείνες τις ξενέρωτες οικογενειακές διακοπές στο Λουτράκι. Κάθε καλοκαίρι τα ίδια.

Τότε είχες τη μάνα σου να σε τυλίγει με την πετσέτα, μην και κρυώσεις και να σου φέρνει στην άκρη εκείνο το τσουλούφι που έπεφτε μέσα στα μάτια σου. Τότε το μόνο που σε ένοιαζε ήταν να φας παγωτό ξυλάκι και το μηχανάκι που θα έπαιρνες στα δεκάξι, άντε και το Μαράκι, η κόρη του γείτονα. Και μετά μεγάλωσες…

Ο χρόνος ήρθε και σου έκατσε στον σβέρκο. Με άλλον αέρα βγήκες απ’ το Πανεπιστήμιο και χωρίς αέρα πορεύτηκες όλα τα επόμενα χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια χωρίς αέρα. Δεκαπέντε χρόνια καριέρας. Δεκαπέντε χρόνια περιστασιακής συντροφικότητας. Κυλήσανε όπως οι στάλες που σχηματίζουν οι υδρατμοί στα πλακάκια του μπάνιου. Αργά και βασανιστικά με μια φυσικότητα, όπως κι η ζωή.

Φέρνεις στην άκρη με τα δάχτυλά σου εκείνη την τούφα, ό,τι σου απέμεινε από εκείνα τα χρόνια. Και κοιτάς για τελευταία φορά τον έφηβο. «Πού πήγε εκείνο το αγόρι, μαμά;», αναρωτιέσαι και κλείνεις την πόρτα του μπάνιου. Κοιτάς το ρολόι. Έχεις λίγο χρόνο ακόμη. Όλα είναι στη σειρά. Καλοκουρδισμένα και με έναν χτύπο λιγότερο σήμερα.

Το μαύρο σου κουστούμι, τα παπούτσια σου, ένα τσιγάρο κι έφυγες. «Μακάρι να μην έφευγες…», ψιθυρίζεις κι είναι το μόνο που είναι αργά να ευχηθείς. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Μία φωτογραφία σας στο πορτοφόλι σου να βάλεις, μία από εκείνες τις διακοπές που έκανες πως δεν την άκουγες όταν σου έλεγε να μην πας στα βαθιά. Πού στο διάβολο είναι; Να την κρατήσεις ζωντανή την ανάμνηση.

Την ανάμνηση απ’ το άγγιγμα των χεριών της στο πρόσωπό σου, τον ήχο της φωνής της, τη ζεστασιά της. Κι ας χάσατε χρόνο, χρόνο που όσο και να γυρίζεις τους δείκτες του ακριβού σου ρολογιού δε γυρίζει πίσω. «Είσαι άντρας πια, θυμάσαι; Άντρας με Α κεφαλαίο, μα πάντα θα είσαι το αγόρι της μαμάς».

 

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη