Πεθάναμε χιλιάδες φορές, σαν τους διάττοντες αστέρες. Το μόνο που θα ‘πρεπε να απομείνει θα ήταν διαγαλαξιακή σκόνη, να σκαλίσουμε επάνω της με το νύχι το τέλος και, όπως του πρέπει, να περάσει στη σφαίρα της ανυπαρξίας.
Μια τέτοια αγάπη σου άξιζε. Όχι, η δική μας.
Την ξεπουλήσαμε, τη σύραμε σε παζάρια, την εμπαίξαμε, την ευτελίσαμε, την πουλήσαμε φτηνά για ένα ξεροκόμματο ασφάλειας, για την ηρεμία μας, για το κοινό καλό. Τη θυσιάσαμε στο βωμό του κωλοεγωισμού μας, να μας λυπηθεί κι εμάς ο Θεός, μήπως και βρέξει ευδαιμονία.
Ζητήσαμε απ’ τη ζωή εγγυήσεις, τη στιγμή που έπρεπε απλά να ρισκάρουμε, λες και δεν είχαμε άλλη επιλογή. Κι εκείνη κάγχασε περιφρονητικά και μας προσπέρασε. Όπως κάνει με όλους όσοι της χρέωσαν την αναπηρία τους, την ατολμία τους να ευτυχήσουν και να ζήσουν. Κι από εκείνη τη μέρα μας αγνοεί επιδεικτικά. Σαν τους άεργους παρίες απλώνουμε το χέρι ζητιανεύοντας για λίγη αγάπη, με την ελπίδα να γλιστρά απ’ τις τρύπιες τσέπες μας.
Η αντανάκλαση του ωραίου, η πιθανή ευτυχία, η πλήρης αποτυχία να ειπωθούν τα ανείπωτα. Στο τίποτα, το τώρα και το μετά, και στο αιώνιο η ελπίδα, σαν ελβετικός σουγιάς με σκουριασμένη λεπίδα, να μένει αμέτοχη στο πλήγωμα.
Και τώρα; Πες μου τι κάνουμε τώρα. Που τίποτε από όσα με τόση εμμονή σχεδιάσαμε, λαμβάνοντας υπόψη κάθε ρίσκο, δε στάθηκε αρκετό για να μας εγγυηθεί μια κάποια λύτρωση, μια κάποια δικαίωση, μία κατάληξη, ένα τέλος ή μια κάποια αρχή. Τώρα, όχι πριν ή λίγο αργότερα. Τώρα που η ζωή συνεχίζεται κι όλα κυλούν εντελώς φυσιολογικά.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσο πάλεψες πριν λυγίσεις, σκέφτεσαι. Πόσους αγώνες έδωσες πριν αποφασίσεις να φιλήσεις στα δόντια την πλασματική πραγματικότητα και να προχωρήσεις.
Στ’ αλήθεια, πες μου, πόση ασφάλεια χωράει στις τσέπες της καρδιάς σου, τώρα που τις γέμισες με πέτρες, πάντα σε ετοιμότητα να λιθοβολήσεις το είδωλό σου, μην τύχει και το συναντήσεις στις βιτρίνες της μοναξιάς σου;
Ποιος μπορεί να σε κρίνει; Ποιος μπορεί να σου δώσει μια κάποια απάντηση; Έκανες, άραγε, το σωστό ή αύριο στα πρωτοσέλιδα θα γράψουν με τεράστια γράμματα τη λέξη «λάθος»; Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, μόνο όσα αντέχει η καρδιά σου και μια ευτυχία που γεμίζει τα μάτια σου, σαν βεγγαλικά σε έναν ουρανό από στάχτη. Να σκάνε ψηλά κάνοντας κρότο και να διαγράφουν τροχιές γύρω απ’ το όνομά σου, καθώς θα χάνονται στο βάθος του χρόνου.
Πες μου, έχεις νιώσει ποτέ έτσι; Έστω κάτι παρόμοιο σαν αυτό που διαβάζεις με γεμάτα μάτια κι άδεια καρδιά; Γιατί η καρδιά για να γεμίσει θέλει να βρεις περίσσεμα μέσα στο έλλειμμά σου. Εκεί που λες πως δεν έχεις άλλο, εκεί να ζεις την ανάταση. Εκεί που σκέφτεσαι πως όλα είναι μάταια, να ανοίγεις ορίζοντες να περπατήσεις, να μεγαλώσεις και να κυριαρχήσεις. Να ανακαλύψεις τις δυνάμεις σου και τη μαγεία που κρύβεις μέσα σου.
Να γελάνε τα μάτια σου κόντρα στον μουντό καιρό, να φωτίζεις ολόκληρος σε κάθε «δεν μπορώ». Να ζεις. Να ζεις σαν να μην έζησες εχθές και χωρίς να περιμένεις το αύριο. Να κάνεις σχέδια για το μέλλον, να το οραματίζεσαι και να χτίζεις ένα σπίτι με τα δυο σου χέρια, με παράθυρα και πόρτες ορθάνοιχτες, να εισβάλλει το φως, ο ουρανός, τα αστέρια κι οι θάλασσες. Σαν να ’σαι άλλος, ένας καλύτερος, ένας βγαλμένος από όνειρο. Σαν να ‘σαι άνθρωπος, άνθρωπος ολόκληρος που μετέχει στο μοίρασμα, χωρίς απαίτηση.
Μια τέτοια αγάπη μας άξιζε, όχι η δική μας!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη