Φεύγω. Κάθε μέρα, κάθε ώρα φεύγεις.
Η σκηνή της μεγάλης εξόδου έχει παίξει στο μυαλό σου δεκάδες φορές.
Μια ανάσα πριν το τέλος η φωνή σου υψώνεται μα δεν την ακούς.
Η βαλίτσα σου από καιρό στο διάδρομο έτοιμη.
Μέχρι ποιο σημείο τελικά η αγάπη είναι ικανή να ξεπερνά τις διαφορές και να παραβλέπει το τέλος;
Πότε φεύγεις, πότε τα αφήνεις όλα πίσω σου κυριολεκτικά, τα ανατινάζεις όλα στον αέρα και δε σε νοιάζει πια;
Η υπομονή μοιάζει με τεντωμένο σχοινί και το ποντίκι που τρέχει στους διαδρόμους της καρδιάς σου ροκανίζει όση σου έχει απομείνει. Μια λεπτή ίνα σε κρατάει εκεί και αυτή την ακούς να σπάει.
Φεύγω, δηλώνεις με απόλυτη ψυχραιμία και αποφασιστικότητα.
Ένα «φεύγω» από μια κοινή ζωή, από μια κοινή καθημερινότητα η οποία από μοίρασμα έγινε ένας εξαντλητικός αγώνας αποφυγής της όποιας συνάντησης και ακαριαίας σύγκρουσης.
Πόση δύναμη θέλει να αποχωρήσεις και να προχωρήσεις;
Ο εγωισμός κυριαρχεί όπως είθισται και δε χωράει συναισθηματισμούς. Σε ρουφάει στη δίνη του, σου γνέφει πως οι κοινόχρηστοι χώροι των έσω σου έχουν καταργηθεί από καιρό.
Δεν χωράει άλλος από εσένα και δίνεις έξωση στον άνθρωπο που κάποτε υπήρξε ελεύθερή σου επιλογή, σε αυτόν που γέμιζε το κενό με μια απροσδιόριστη ευτυχία.
Πού πας; Δεn ξέρεις. Δε σε νοιάζει. Μόνο να φύγεις. Από αυτά τα όνειρα για δύο που τώρα φαντάζουν εφιάλτης. Η απόδραση από την φυλακή.
Ένα σπίτι, μια ζωή που έγινε αντιπαράθεση θέλω, επιθυμιών, ζητούμενων, στόχων.
Η κοινωνική σύμβαση που υπέγραψες και μετατράπηκε σε συμβόλαιο θανάτου, την σκίζεις και το κάνεις κομφετί.
Κανένα χέρι δεν απλώνεται να σε σταματήσει.
Δε το επιτρέπουν οι συνθήκες.
Βυθισμένος στον καναπέ, ο άλλος άνθρωπος, το άλλο σου μισό, κάθεται και σε παρακολουθεί σαν να είσαι μαγική εικόνα. «Θα γυρίσει!», σκέφτεται. Και καθησυχάζεται στην αναμονή.
Σκοτώνει κάθε τι δικό σου, παρηγοριά μέχρι να επιστρέψεις.
Πώς πέρασαν τα χρόνια και λέξη δεν είπατε; Λέξεις που θα είχαν αλλάξει την πορεία, και η πορεία ξέρεις πως κρίνεται εκ του αποτελέσματος.
Λέξεις που φτιάχνουν φράσεις όπως «δεν αντέχω άλλο», «σ΄ αγαπάω», »έλα να αλλάξουμε τον κόσμο». Τις κλείσατε σε συρτάρια και τις αφήσατε εκεί, σκονισμένες, παρατημένες, μόνες. Δολοφόνοι του έρωτα, συνεργοί στο έγκλημα.
Κανένας έρωτας από μόνος του δεν είναι ικανός να νικήσει τον χρόνο, τη φθορά που επέρχεται, την προσωπική αλλαγή ή εξέλιξη.
Κανείς. Οι συμμετέχοντες έχουν πάσα ευθύνη για τη διάρκεια και την ποιότητα του συναισθήματος.
Δεν διδάσκεται σε σχολεία αυτή η σοφία και η αμάθεια είναι επικίνδυνο πεδίο.
Οι άνθρωποι γινόμαστε «ένα» για να καταδικάσουμε τη μοναξιά, να την εξορίσουμε σε μια μακρινή άγονη χώρα. Αυτό που καταφέρνουμε όμως είναι να περπατάμε σε δύσβατα μονοπάτια σύριζα σε γκρεμό. Δε χωράνε δυο, ένας πρέπει να πέσει στο κενό.
Ο θάνατος σου η ζωή μου. Αυτό είναι το παιχνίδι, σκληρό και απόλυτο.
«Φεύγω» μονολογείς και η ανακούφιση γράφει μέσα σου και στο πρόσωπό σου.
Η πόρτα κλείνει σχεδόν αθόρυβα πίσω σου. Δεν έχεις θυμό. Δεν φεύγεις εν βρασμώ.
Οι δρόμοι σε πηγαίνουν, δε σε νοιάζει που, αρκεί που αναπνέεις χωρίς προσπάθεια.
Σταματάς για λίγο σε μια στάση λεωφορείου. Το πρώτο αστικό που θα σταματήσει το παίρνεις και φεύγεις.
Περιμένεις. Περιμένει. Θα επιστρέψεις; Να επιστρέψεις.