Τραβάω γραμμές , ευθείες , παράλληλες.
Γαργαλάω τη μοίρα, την τύχη, τη ζωή.
Μια κλεφτή ματιά, σα ζαβολιά, σε όσα ήρθαν και μας βρήκαν και σε αυτά που οδεύουμε με μια ελπίδα στην τσέπη για τα όνειρα, κατάσαρκα της καρδιάς, να σουλατσάρει επιδεικτικά και να σε πονάει.
Ξηλώνω τη φόδρα του καθωσπρεπισμού σου πόντο πόντο, με υπομονή κ στωικότητα.
Να σε γυμνώσω από τα «πρέπει» που μέρα με τη μέρα ποτίζουν την ανάσα σου.
Να σ’ αδειάσω.
Να γίνεις λευκό χαρτί, να τυλίξω τον καπνό μου, να σου βάλω φωτιά και να καίγεσαι στα χέρια μου.
Να σε φέρω στα χείλη μου και χωρίς κουβέντα, να τραβήξω μια μεγάλη τζούρα με τα μάτια κλειστά.
Να γεμίσουν τα μέσα μου από σένα και ύστερα να σε μοιράσω σε μια εκπνοή στον αέρα.
Να με κυκλώσεις, να πνιγώ στους καπνούς σου, να πνιγώ.
Για μια στιγμή να μην ανασάνω παρά μόνο εσένα.
Και καμιά λέξη να πληγώσει τη σιωπή σε αυτά τα δεύτερα.
Μια παύση, ενός λεπτού σιγή για τα ανείπωτα.
Τραβάω γραμμές, ανίκανες για διαγραφές.
Για τις μάχες που χάσαμε στα σημεία.
Για τον πόλεμο που θα έφερνε ειρήνη.
Για τους πεσόντες της πρώτης γραμμής.