Δεν ανήκω στην κατηγορία αυτών που ανοίγουν την καρδιά τους σε αγνώστους και δη σε διαδρομές με ταξί.

Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Μπαίνω για να πάω στον προορισμό μου και ο οδηγός ανοίγει αντί για το αιρκοντίσιον το βιβλίο της ζωής του.

Ακούω πάντα με προσοχή τις δικές τους ιστορίες, τα όσα έχει να μου πει ένας άγνωστος -είναι όντως πιο εύκολο να μιλάς σε έναν άγνωστο που πιθανόν να μην συναντήσεις ποτέ ξανά- και ορισμένες φορές λειτουργεί αποσυμφορητικά στη δική μου καθημερινότητα χωρίς να το γνωρίζει. Το να γίνεσαι ο εξομολογητής, αυτός που θα ακουμπήσει ο άλλος την δική του αλήθεια, είναι ένας ρόλος που σου προσφέρει ασφάλεια.

Υπάρχουν όμως ορισμένες φορές που οι ρόλοι αντιστρέφονται.

Κάτι βράδια που βρίσκεσαι να τραγουδάς πήγαινε με όπου θέλεις ταξιτζή και να το νιώθεις.

Το τραγούδησα κι εγώ ένα βράδυ.

Ένα βράδυ που δεν έβρεχε φωτιά στην στράτα μου αλλά στα μέσα μου. Και ως γνωστόν ό,τι δεν εκφράζεται με λόγια, εκφράζεται με δάκρυα.

Το ξέρεις κι εσύ, το έχεις νιώσει. Αυτό που κλείνεις το τηλέφωνο, δεν ξέρεις πού πας και σε πιάνει απόγνωση, σε πνίγει το παράπονο, πληγώνονται τα μέσα σου και είναι λες και έχει μπουκάρει η Σαπφώ Νοταρά από την πόρτα του συνοδηγού και έριξε μπουρλότο.

Σε αυτό το σημείο ο μόνος τρόπος να εκφράσεις αυτό το μιξ συναισθημάτων είναι το κλάμα χωρίς να σε νοιάζει αν θα εκτεθείς.

Και κάπου εκεί επιλέγεις τον ταρίφα της καρδιάς σου.

Αυτόν που θα βγάλει ένα πακέτο χαρτομάντιλα να στο προσφέρει χωρίς περιστροφές και πολλά λόγια. Που δε θα σε ρωτήσει τι και πώς, ούτε το γιατί.

Δε θυμάμαι το όνομά του μιας και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε. Θυμάμαι όμως πως μου είπε μονάχα ότι μέσα σε αυτό το ταξί έχουν δακρύσει πολλοί, ότι δεν ήμουν η πρώτη. Πως η ζωή είναι πολύ μικρή και θα έπρεπε να τη χαίρομαι, ακόμη και στα δύσκολα. Μου έδωσε ένα τσιγάρο, άνοιξε το πίσω παράθυρο, να μπει καθαρός αέρας και συνέχισε να οδηγάει σε μια Αθήνα γεμάτη φώτα και αγνώστους, όπως και αυτός.

Μια ανάσα αργότερα βρέθηκα να ανοίγω την καρδιά μου. Να του εξηγώ σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Με κοιτούσε από τον καθρέφτη, με αυτό το βλέμμα της συμπόνοιας.

«Είσαι πολύ νέα για να χαραμίζεις τα δάκρυά σου. Να χαμογελάς. Και αν είναι έτσι όπως μου τα λες, έχει καμιά αξία να κάθεσαι να σκας; Η ζωή είναι σαν τους δρόμους. Μια λάθος στροφή θα σε φέρει αντιμέτωπο με το άγνωστο. Μέχρι να μάθεις όλα τα κόλπα, όλα τα στενά. Μην επιμένεις σε ίδιες διαδρομές που σε βγάζουν σε αδιέξοδα.»

Σοφά λόγια. Μεγάλα ερωτήματα. Όπως και το πού πάμε.

Στα δύσκολα, το ξέρεις, πάντα συντρέχουν οι άνθρωποι που σε αγαπούν, οι φίλοι και πάντα σε αυτούς τρέχεις με χιλιάρι.

Έτσι εκείνο το βράδυ, ο κόσμος μου πήρε μια στροφή και η διαδρομή μου βρήκε προορισμό. Στους φίλους μου, του είπα. Εκεί θα πάμε. Και θα κατέβεις να σε κεράσω ένα ποτό. Αρκετά δούλεψες για απόψε.

Θυμάμαι πως με κοίταξε σαστισμένος, και μου είπε ότι δεν είναι κατάλληλα ντυμένος.

Λίγο θα έπρεπε να σε νοιάζει. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για τον ταρίφα που του άνοιξα την καρδιά μου, του απάντησα και γέλασα.

Υπάρχουν και αυτοί που δεν είναι καλοπροαίρετοι και ευγενικοί και χαλάνε τη πιάτσα, δε θα διαφωνήσω. Όμως τα καλά τιμόνια αξίζουν την κατάθεση ψυχής, γιατί ξέρουν πως θα την κρατήσουν ακέραιη, ασφαλή και θα την κάνουν μια ιστορία που θα τη μοιράσουν σε μια άλλη διαδρομή σε διαφορετικό επιβάτη.

 

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου