Δεν έμαθα ποτέ μου να κρατάω κακίες.
Μα ούτε και έμαθα να λησμονώ.
Μου είπαν πως αυτή είναι δουλειά που την κάνει ο χρόνος.
Άλλωστε είναι ο καλύτερος γιατρός.
Έτσι λένε τουλάχιστον όσοι μοιρολατρικά αφήνονται στα χέρια του και πορεύονται.
Τόσο βίαια, τόσο νοσηρά υγιής, μια συνέχεια σε όλα, μια ανέχεια για τα όσα ήρθαν και μας βρήκαν και τα δεχτήκαμε έτσι στωικά…
Χωρίς ένα τέλος.
Ανοιχτές υποθέσεις.
Ανοιχτές πληγές.
Εκκρεμότητες.
Η αγάπη που άργησε μια μέρα και εντέχνως η σιωπή την πήρε πιο πέρα.
Την σκόρπισε, την μοίρασε. Χάθηκε στον αέρα.
Η απουσία.
Σχέσεις που στηρίχτηκαν σε αυτήν.
Ακόμη και τώρα, που όλα μοιάζουν είδωλα σε σπασμένους καθρέφτες, μπορώ να δω το πρόσωπό σου ολόκληρο.
Πόσο με ενοχλεί. Το μέσα μου που σε χαϊδεύει, σε αποζητά, τα βάζει με τη λογική και τη μαλώνει.
Και έρχεται το χαμόγελό σου στις οθόνες μου και παίζει σαν διαφήμιση οδοντόπαστας.
Και θαμπώνομαι από τη λάμψη.
Και δε μου αρκεί.
Ακόμα και στα ραδιόφωνα παίζει τον ήχο της φωνής σου.
Μεγάλη επιτυχία, σουξέ λαϊκιστί. Άκουσα πως πάει για πλατινένιο.
Και περνάνε οι μέρες.
Δίχως νέα σου.
Δίχως και εγώ να προσπαθώ να γεφυρώσω τις αποστάσεις.
Ακόμη και τώρα σε κοιτάζω.
Τι όμορφος που είσαι!
Με θλίβει το τέλος που δεν είχες τη δύναμη ή τη διάθεση να θέσεις.
Η αδυναμία σου ή η οκνηρία σου, ίσως και η δειλία σου, αυτό το «δε βαριέσαι, θα καταλάβει…» και όλα τα άλλα που εννοούνται πίσω από ένα «σε φιλώ ! και καλησπέρα…», η καραμέλα σου σε ανάλογες περιπτώσεις.
Πόσο με θλίβει να ‘ξερες.
Που τόσο πάλεψες να με πείσεις ότι είμαι διαφορετική, ξεχωριστή για εσένα.
Λυπάμαι, στα αλήθεια λυπάμαι.
Γιατί το κατάφερες, χωρίς καν να προσπαθήσεις.
Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς για ένα πιο αληθινό αύριο