Υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι σε αυτή τη ζωή, τη δική σου ζωή, που σ΄ αγάπησαν πριν σε γνωρίσουν, που σε θέλησαν περισσότερο από τον καθένα.
Που σε κράτησαν στα χέρια τους σαν να ‘σαι το όγδοο θαύμα του κόσμου, του δικού τους κόσμου. 

Αυτοί οι άνθρωποι, που η καρδιά τους άντεξε μέχρι και τη φυγή σου και είναι ακόμη εδώ και σε αγαπούν με αυταπάρνηση, χωρίς να διεκδικούν, μια αυταπάρνηση που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν.
Ξέρω έναν τέτοιο άνθρωπο, τον ξέρω από την πρώτη στιγμή της σύλληψης μου πριν τριαντατρία χρόνια.
Μόνο που συστηθήκαμε εννιά μήνες μετά και φυσικά δεν είναι άλλος από την μητέρα μου.

Είχα την τύχη να είμαι το πρώτο της παιδί.
Το ασχημόπαπό της -αυτή είναι για την ακρίβεια η πρώτη λέξη που της ήρθε στο μυαλό όταν με αντίκρισε, καθώς λέει ήμουν μελανιασμένη από την ταλαιπωρία της γέννας και με μαύρα πυκνά μαλλιά-.
Όπως καταλαβαίνετε η μητέρα μου είναι πάντα αντικειμενική, ακόμη και μετά από είκοσι ώρες τοκετού.
Φυσικά όταν αφηγείται αυτή την ιστορία συμπληρώνει «το ασχημόπαπο μου, που έγινε κύκνος» και χαμογελάει κοιτώντας με πλημμυρισμένη από εικόνες, χωρίς να με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη. 

Σ’εκείνη την πρώτη αγκαλιά λοιπόν πρέπει να συνέβη, σ’εκείνη την αγκαλιά η αγάπη της φώλιασε σε κάθε μου ανάσα, ένα απέραντο σύμπαν ζωγραφισμένο σ’ενα χαμόγελο που αν και δε χαράχτηκε στο συνειδητό μου, το ρούφηξε κάθε μου κύτταρο.

 Ευτυχώς, αναλογίζομαι και έχω και πορεύομαι και αντέχω.

Σκέφτομαι τι θα έχω να θυμάμαι αν κάποτε φύγει, αν την χάσω.
Βλέπεις η μαμά μου είναι απ’ αυτούς τους ανθρώπους που δε θέλεις να χάσεις.
Μεγαλώνω και φοβάμαι όχι για τα χρόνια που περνάνε, αλλά για τις στιγμές που χάνω και ας μη το παραδέχομαι.

Φυσικά και φοβάμαι.

Τρέμω στην σκέψη πως μια μέρα, όλα αυτά τα χρόνια που ζω μακριά της, θα έρθουν και θα μου χτυπήσουν την πόρτα, θα με κοιτάξουν κατάματα και θα μου πουν «και τώρα;»

Μια μέρα που μοιράστηκα μαζί της, αυτή τη σκέψη μου, με καθησύχασε, όπως πάντα άλλωστε.
«Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι. Αυτή είναι η ζωή. Και τι θα κάνεις; Θα μείνεις εδώ κολλημένη πάνω μου; Κανένας γονιός δεν πρέπει να εγκλωβίζει το παιδί του, όλοι είμαστε ελεύθεροι και επιβάλλεται να ζήσουμε. Να κάνουμε το ταξίδι, να ελπίζουμε, να γελάμε, η ζωή είναι πολύ μικρή για να αναλωνόμαστε σε στενάχωρες σκέψεις. Η ζωή είναι ωραία, ζήσε!»

 Ζω μαμά, ζω! 

Και μερικές φορές όταν μου λείπεις τρέχει το μυαλό μου στ’ανοιξιάτικα απογεύματα που ξαπλώναμε στην αυλή και κοιτούσαμε τα σύννεφα και χαμογελάω. 

«Να ένας λαγός», μου έλεγες 

«Μαμά δεν είναι λαγός».

«Εσύ τι βλέπεις;» με ρωτούσες 

«Μια γατούλα».

«Εσύ βλέπεις μια γατούλα και εγώ έναν λαγό».

Και τα καλοκαιρινά βράδια που κοιμόμασταν στη βεράντα για χαζεύουμε τ’αστέρια και το φεγγάρι.

«Γιατί το φεγγάρι είναι θλιμμένο;»

«Μα δεν είναι θλιμμένο. Χαμογελάει, κοίτα το!»

Θυμάμαι τις όμορφες γόβες, αυτές τις μπεζ που τις φορούσα και κολυμπούσαν τα ποδαράκια μου και στα τρία βήματα έπεφτα κάτω και έκλαιγα.
Αλλά επέμενα να βρω ισορροπία και εσύ να με παρατηρείς καθώς σηκωνόμουν και πάλευα.
Ήθελα να σε κάνω περήφανη, να το ξέρεις.
Άπλωνες το χέρι να με πάρεις αγκάλια. Το ένιωθα και ήταν αρκετό.

Θυμάμαι τα φορέματά σου τακτικά βαλμένα στη ντουλάπα, την επιμονή σου να μην φοράς ούτε μάσκαρα, τα κρυφά σου δάκρυα κάθε φορά που κάτι σε πληγώνει.
Γιατί όσο δυνατή και αν φαντάζεις, η καρδιά σου είναι φτιαγμένη από ακριβή πορσελάνη, ευαίσθητη και τόσο εύθραυστη, που κάνει και τη δική μου να χτυπά στον ίδιο ρυθμό, όταν βρίσκομα δίπλα σου. 

Σκέφτομαι το χαμόγελό σου, όταν σου λέω πως σ’ αγαπάω.
Χαμογελάς με τα μάτια.
Λάμπεις σχεδόν ολόκληρη.

Θυμάμαι ακόμη τη μία και μοναδική φορά που μου άστραψες ένα χαστούκι, όλο δικό μου.
Και εσύ πόνεσες περισσότερο από μένα.

Γελάω σκεπτόμενη την πρώτη σου ερώτηση, όταν μου τηλεφωνείς.
«Πού είσαι;»
Πάντα σου λέω ότι πρέπει να είσαι η μόνη μητέρα που βάζει πρώτο το «που», αντί το «πώς», αλλά το γεγονός ότι σε φιλικές συζητήσεις υποστηρίζω πάντα, πως αν είχα παιδί σαν και εμένα θα το είχα κρεμάσει ανάποδα στην κεντρική πλατεία, νομίζω ότι σε δικαιολογεί. 

Έχω μπροστά μου το βλέμμα σου κάθε φορά που σ’ αποχωρίζομαι.
«Να προσέχεις αγάπη μου. Μόνο αυτό.».

Ακόμη, θυμάμαι τη λευκή σου επιδερμίδα, τα σκούρα καστανά σου μάτια, τη μυρωδιά σου, την ασφάλεια και την αμέριστη υποστήριξή σου σε κάθε μου όνειρο. 

Και τα χρόνια περνάνε.
Και μαζί τους, μεγαλώνουμε.
Αλλά έρχονται όλο και συχνότερα στιγμές, που μουρμουρίζω «θέλω τη μαμά μου».
Στιγμές που εύχομαι να μπορούσα να διακτινιστώ και να βρεθώ σε εκείνη την αγκαλιά, την πρώτη αγκαλιά, για να σε νιώσω, να σε μυρίσω, να μετρήσουμε ξανά τ’αστέρια, να δω το λαγό και να τον περάσω για γάτα.

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου