Υπάρχουν στιγμές, στιγμές δυσαναπλήρωτες, στιγμές που θα πέσεις στη φωτιά και θα καείς, με έναν στόχο, να αναγεννηθείς.
Στιγμές που ζήσαμε, που μοιραστήκαμε εγώ και εσύ, μακριά από βλέμματα και τα φλέματα όσων δεν έχουν νοήσει τη σημασία και τη δυναμική αυτού του συναισθήματος που σε ξεπερνάει και δε μπορείς να αμυνθείς.
Δε θέλω να τις φοβάσαι αυτές τις στιγμές.
Θέλω να τις θυμάσαι τις ελεύθερες σου ώρες, αυτές τις ώρες που παίρνεις μια τζούρα από ένα κλεμμένο τσιγάρο, εκείνες τις ώρες που είσαι μόνος σου και φαντάζω αν όχι η μόνη σου επιλογή, η πρώτη τουλάχιστον.
Η πρώτη σκέψη που θα επιλέξεις για να ηρεμήσουν τα μέσα σου, η πρώτη σκέψη που θα σε βγάλει έξω από τα όρια του ελέγχου που με τόση ευκολία κινείσαι στο πλαίσιο του.
Θέλω να καίγεσαι με την ίδια ένταση, όπως όταν ήσουν εδώ, δίπλα μου.
Θέλω να σου κόβεται η ανάσα στην μνήμη της επαφής.
Θέλω να σε νιώθω, γιατί σε νιώθω, να ψάχνεις έξοδο κινδύνου μα να μην κάνεις βήμα.
Γιατί το θέλεις, το είχες σχεδιάσει χιλιάδες φορές πριν στο μυαλό σου, να είσαι εδώ.
Γιατί εδώ είσαι ελεύθερος.
Όπως εκείνο το βράδυ που κοιτάξαμε για λίγο μεθυσμένοι την Ακρόπολη, από ένα δωμάτιο στο πουθενά.
Εκείνη τη στιγμή που ο μόνος που ορίζει τον τόπο και το χρόνο στο σώμα που κρατάς στα χέρια σου, είσαι εσύ.
Εκείνη την ώρα που απελευθερώνεσαι από όσα σε κρατάνε δέσμιο ενός αυνανιστικού καθωσπρεπισμού. Θα έπρεπε να μας απασχολεί το μαζί.
Το μαζί είναι λίγο. Και οι ταμπέλες είναι για τους ανασφαλείς και όσους δε ξέρουν την πάσα αλήθεια. Για όσους θέλουν να κρατήσουν το για “πάντα” και το “μαζί” με αυτοκτονική διάθεση. Τη μία αλήθεια… πως τα λόγια δεν έχουν καμιά αξία κανένα αντίκρυσμα.
Και το ξέρεις, έχεις πλήρη επίγνωση πως δεν χωράμε σε κουτάκια πια.
Μου αρκεί που είσαι δικός μου. Κατοχυρώνεσαι κάθε στιγμή που με φέρνεις στη σκέψη σου.
Αλήθεια πες μου, πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες τόσο ισχυρός; Σχεδόν παντοδύναμος… Ικανός για όλα. Ακόμα και για την υπέρβαση.
Τι σου λέω τώρα, ε;
Πιο παλιά θα σε ρωτούσα αν σου αρκεί. Στο σήμερα, δε θέλω να ξέρω και μου αρκεί.
Αλήθεια πες μου, σκέφτηκες να τα τινάξεις όλα στον αέρα και να μείνουμε για πάντα, όσο μπορεί να είναι το για πάντα, εκεί, σε εκείνους τους τέσσερις τοίχους, ο ένας πάνω στον άλλον;
Να κολλήσουμε οι δυο μας σε αυτό το παράλληλο σύμπαν, γυμνοί από το κοινωνικό μας φαίνεσθαι, μακριά από περιορισμούς και χιλιομετρικές αποστάσεις, από σχέσεις που καθησυχάζουν ανασφάλειες, από κρεβάτια που δε γεμίζουν τα βράδια και συναναστροφές κοινής αφέλειας;
Το σκέφτηκες… το ξέρω. Το σκέφτεσαι κάθε φορά που αφήνεσαι να σε παρασύρει η θύμηση. Κάθε φορά που υποκύπτεις στις βαθύτερες σου επιθυμίες, σε αυτές που καταχωνιάζεις με τέτοια επιμέλεια που θα ζήλευε και ο πιο τακτικός άνθρωπος του πλανήτη.
Και επιθυμείς. Το σώμα, το άγγιγμα, γίνεσαι λαίμαργος, τα θέλεις όλα και μόνο θέλεις…
Και ύστερα; Δεν υπάρχει ύστερα. Κρατάς το τώρα, και το κάνεις μια αναφορά. Μια ανάμνηση.
Κάτι που το έχεις για να πορεύεσαι, σαν ξεχασμένο πασαπόρτε στην κωλότσεπη, να το δείχνεις για να έχεις ελευθέρας, να περνάς τα σύνορα για να έρθεις σε μένα.
Και έτσι μπορώ να περπατήσω δίπλα σου, με έναν ήλιο να μου καίει τα μάτια, και μια βροχή να ξεπλένει τη θλίψη.
Και έτσι άχαρα σου σφίγγω το μπράτσο και σου λέω “δε θέλω να φύγεις”.
Και δεν έχω βήματα που με πηγαίνουν μακριά σου, μόνο κοντά σου.
Και βεβιασμένα σηκώνω το χέρι να σταματήσω ένα ταξί και χωριζόμαστε προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Για να ζήσουμε και πάλι βίους παράλληλους.