Σε μια κοινωνία που όλα γκρεμίζονται θέλω να μάθω τι σε κρατάει ακέραιο.
Σε αυτή την ώρα του χαμού ποια είναι η σκέψη , αυτή η πρώτη σκέψη, η «σωσίβια λέμβος» που σε κρατάει ζωντανό;
Μίλα μου,απάντησέ μου. Πες μου σε παρακαλώ.
Είναι όντως τόσο ονειρικά πλασμένη η ζωή μας, όσο προσπαθούμε να πείσουμε τόσο τους άλλους όσο και εμάς; Γιατί εμένα πιο πολύ με ψέμα μου μοιάζει.
Είσαι ευτυχισμένος με τις αποστάσεις που κατορθώσαμε να πάρουμε από τα ουσιαστικά και αληθινά;
Και σήμερα, σε αυτό το σήμερα που σκοτώνει το αύριο δίνοντας όρκο πίστης στο χθες, τρέφεις ακόμη ελπίδες για το καλύτερο;
Αυτό το αόριστο, καλύτερο. Τα καλύτερα έρχονται. Θυμάσαι;
Και δεν πήγαμε ούτε μια φορά να τα απαντήσουμε.
Και αφήσαμε τον καιρό σαν το νερό να τρέχει, άσκοπα.
Κλείσε την την αναθεματισμένη τη βρύση. Κλείστη να φεύγουμε.
Δεν καταλαβαίνεις; Δεν έχει κάτι άλλο εδώ να δούμε.
Σήκω. Πάμε να φτιάξουμε στα χαλάσματα ένα νέο κόσμο, από την αρχή.
Όχι από εκεί που τον αφήσανε.
Πάμε να ζήσουμε. Θέλω να ανασάνω ζωή.
Μια ζωή που μου αξίζει, που μου ανήκει.
Μα πριν απ’ όλα να μην ξεχάσω να σου σπάσω τον καθρέφτη.
Να στον κάνω χίλια κομμάτια.
Και μετά να σε μαζέψω, να σε βάλω στη σειρά.
Να κοιτάξω εσένα και να βρω εμένα.
Νικητές μες στα χαμένα.