Την διαχρονικότητα των αρχαίων δεν μπορώ ακόμη και να ήθελα να την ξεπεράσω.
Στέκονται με μια επιβλητικότητα, με χαραγμένη τη φθορά του χρόνου, αιώνες τώρα, βγάζοντας τη γλώσσα σχεδόν ηδονικά στο παρόν, στο νέο. Η ασφάλεια των όσων γνωρίζουμε, η ασφάλεια των όσων κρατάμε σφιχτά σαν σημείο αναφοράς μας μέχρι να μυρίσουν ναφθαλίνη.
Θα έπρεπε να μάθουμε να προχωράμε κρατώντας τη γνώση.
Σε ακούω να μου μιλάς για αυτά που έχουν τελειώσει μα παραμένεις κοντά τους. Με κοιτάζεις και προσπαθείς να μου εξηγήσεις όσα θέλουν δράση και όχι λόγια.
Εγώ έμαθα να εξελίσσομαι. Να γράφω ιστορία, να τη διαβάζεις να διδάσκεσαι.
Δεν ξέρω αν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία. Ούτε αν στην περίπτωση μας δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Τώρα που το σκέφτομαι υπάρχει, σίγουρα υπάρχει. Η αβεβαιότητα έγκειται στο αν θα τον προχωρήσουμε μαζί.
Εγώ γνωρίζω όσα μπορώ να έχω δικά μου, εδώ, στο σήμερα της κάθε μέρας που ξημερώνει και για όσο. Γνωρίζω όσα μπορείς να προσφέρεις, δε γνωρίζω όμως για πόσο θα είναι αρκετά. Για μια φορά έχω την απαίτηση από τον εαυτό μου να γίνουν όλα σωστά.
Να μπορέσει να εκτονωθεί η αμοιβαιότητα, να βρούμε το θάρρος να παίξουμε κορώνα γράμματα με την πιθανότητα της ευτυχίας.
Δε σου μιλάω για όσα δεν είναι σωστό να συμβούν. Αυτά τα αφήνω απ΄έξω, γιατί όσο και αν δε το παραδέχομαι το κακό έχει γίνει και ας μην αγγίξαμε ποτέ ο ένας τον άλλον.
Τι και αν σε κοιτάζω και βάφω το σύμπαν από άσπρο-μαύρο, κόκκινο και στέκομαι πια λιγότερα στο γκρι;
Ίσως και να είναι ένα παιχνίδι που η νίκη είναι δεδομένη εξαρχής.
Αλλά εγώ δεν θέλω να είμαστε αντίπαλοι. Βαρέθηκα τα απέναντι. Το δίπλα θέλω.
Όμως ακόμη και αν πιστεύω σε εσένα, χάνω σε σκέψεις.
Βλέπεις αυτό το μεγάλο ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι μου; Με αυτό το ερωτηματικό παλεύω. Ξέρω πως δε με νοιάζει το λίγο σου, το πολύ θέλω, το ολόκληρο.
Αυτό το ολόκληρο που δεν έχει καμιά σημασία αν με συμπληρώνει. Δε θέλω να με συμπληρώσεις.
Θέλω να με πάρεις από το χέρι και να με τραβήξεις χιλιόμετρα μακριά, μπροστά.
Θέλω τα χέρια σου να αγγίξουν τις παλάμες μου, και να γράψουν νέες γραμμές ζωής.
Πρέπει να το θέλεις περισσότερο από ότι σε φοβίζει.
Μπορείς;
Μπορείς να σπάσεις τον γόρδιο δεσμό που σε κρατάει κολλημένο στο παρόν, και να φτιάξεις ένα μέλλον που δικαιωματικά σου αξίζει;
Και εγώ φοβάμαι, αν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα.
Φοβάμαι πως μια μέρα θα κουραστώ. Φοβάμαι πως δε θα έρθει ποτέ η στιγμή που θα δώσουμε την ευκαιρία επιτέλους να ζήσουμε σε πραγματικούς χρόνους χωρίς κάτι να μας κρατάει κρυμμένους στα σκοτάδια.
Φοβάμαι πως μπορεί να βάλω τον εαυτό μου σε μια διαδικασία αναμονής, προφανώς μάταιης. Φοβάμαι πως ποτέ δεν θα εκτονωθεί το συναίσθημα. Και παλεύω να το αποφύγω όπως ο διάολος το λιβάνι.
Και βάζω “μου” σε ότι σε αναφέρει. Και αυτό το φοβάμαι ακόμη περισσότερο. Και σε κουβαλάω σε κάθε μου ταξίδι. Και ότι βλέπω το κοιτάζω δυο φορές, μια με τα δικά μου μάτια και μια για τα δικά σου, να έχεις υλικό να κάνεις όνειρα και εγώ να γεφυρώνω τις αποστάσεις.
Αυτές τις αποστάσεις που κρατάμε για να μην κρατήσουμε ο ένας τον άλλον.
Αυτές τις αποστάσεις που μας χωρίζουν πριν ακόμη συναντηθούμε.
Γιατί δεν πρέπει, δεν είναι σωστό. Δεν κάνει.
Τι είναι σωστό άραγε;
Το ξέρεις ότι δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία. Ποιος θέλει μια ευτυχία παζλ, τεμαχισμένη, διαλυμένη, μια ευτυχία σαραβαλιασμένη από τα χτυπήματα; Κανείς.
Μα πάντα υπάρχει ένας δρόμος για δύο. Δεν ξέρω αν θα τον περπατήσουμε ποτέ δίπλα δίπλα, ή θα προχωρήσουμε στον παράδρομο μέχρι να βρούμε αδιέξοδο.
Μέχρι τότε θα στέκομαι δίπλα στην έξοδο κινδύνου.