Μια μέρα θα γράψω για εσένα χωρίς κανένα στολίδι. 

Θα σε ξεσκεπάσω από κάθε δικαιολογία και χάιδεμα.

Τις δέκα στιγμές μας που της ανήγαγε η καρδιά σε αιωνιότητα, έτσι για να πάει κόντρα στην απογοήτευση, θα τiς ξορκίσω και αυτές.

Θα πετάξω τον σκελετό που κρύβω στην ντουλάπα στον κάδο των απορριμάτων χωρίς δράματα και κλάματα. 

Ό,τι δάκρυα ήταν να ρίξω τα έριξα καιρό τώρα. 

Θέλω να φαντάζω στα μάτια σου, που είναι παντού, δυνατή. Δυνατή και αγέρωχη.

Νέα, ωραία και ατυχής. 

Ατυχής γιατί ακόμη και αν η λογική επιβάλλεται του συναισθήματος, η καρδιά κάνει εξέγερση και επαναφέρει την αίσθηση αυτούσια δίχως καμιά αμυχή. 

Παραβαίνω τους κανόνες προσπαθώντας να εξηγήσω τα ανεξήγητα. 

Τι προσδιορίζει το θάνατο μιας σχέσης; 

Πότε μεταλλάσσεται ο έρωτας σε βαμπίρ και γιατί εσύ στήνεις το λαιμό σου, παραδίδεις κάθε φλέβα σου να σου ρουφήξει το αίμα, χωρίς κανένα φόβο αλλά με μπόλικο πάθος;

Αρκεί τελικά να χτίσεις έναν τοίχο και να κάτσεις με γυρισμένη πλάτη για να ξεγελάσεις τον εαυτό σου και τους άλλους  ανακοινώνοντας με στόμφο το τέλος;

Θα σου απαντήσω εγώ που το ξέρω καλά το παραμύθι. 

Το βλέπω κάθε βράδυ καθώς κοιτάζω το τείχος του Βερολίνου –που στη δική μας περίπτωση δε θα πέσει γιατί παραείμαστε εγωιστές– και κάνει προβολή ο θερινός κινηματογράφος της γειτονιάς μου ρομαντικών κομεντί.

Όσο και να ρωτάς «μα γιατί ήρθαν έτσι τα πράγματα;», τόσο πιο σφιχτά θα αγκαλιάζεις το φάντασμα. 

Ας λένε ότι ο έρωτας περνάει, ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. 

Σαν σε στοιχειώσει δε γυρεύεις γιατρειά κι ας τρέχεις για ολοήμερα τσεκ απ. 

Βρίσκεις τρόπους, μέσα και σταθμά για να μην καταλάβει κανείς την εξάρτηση σου. 

Κάνεις εξορκισμούς, φωνάζεις «απεταξάμην» και παράλληλα διπλοκλειδώνεις την πόρτα και κλείνεις ερμητικά τα παράθυρα, για να μη φύγει ούτε ίχνος της χαμένης σου αγάπης απο τη χαραμάδα. 

Αποφεύγεις τα μέρη που πηγαίνατε αλλά οι σατανικές συμπτώσεις σε δυσκολεύουν.

Ζευγάρια που έχουν τα ονόματά σας κάθονται τυχαία δίπλα σου.

Το μάτι σου πέφτει σε κάθε λογής πινακίδα που γράφει με κεφαλαία γράμματα το παρελθόν σου.

 Καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή μα από μέσα σου χαμογελάς σχεδόν ηδονικά. 

Υπάρχει ένα μέρος του εαυτού σου που θέλει να λύσει το ανεξήγητο. Εφόσον προχωράς γιατί κάτι έχει μείνει πίσω;

Αφού τελείωσε τι κάνει ακόμη εδώ; 

Είναι ο εγωισμός σου ή η εμμονή σου για απόδοση δικαιοσύνης; 

Μήπως είναι κάτι βαθύτερο από όσα μέχρι σήμερα είχες συναντήσει; 

Αν, μήπως, ίσως, μπορεί. Κινδυνολογείς στην πιθανολογία. 

Ψάχνεις στον χρυσό οδηγό της αγάπης που σε στοιχειώνει  μήπως και υπάρχει κάποιος ειδικός. 

Δυστυχώς όμως δε βρίσκεις κανέναν.

Και διαολίζεσαι ακόμη περισσότερο. 

Μπαίνεις στο μετρό και για μια στιγμή τον βλέπεις μπροστά σου. Σου χαμογελάει. Μια στιγμή τον θέλεις δικό σου. 

Τον χαζεύεις, κλέβεις μια εικόνα. Το ξέρεις πως δεν είναι αυτός. 

Μα σαν σε στοιχειώνουν οι έρωτες ζεις στην παρανομία. 

Μεταμορφώνεις και μεταμορφώνεσαι. Γίνεσαι πρεζάκι. 

Κλέβεις, κρύβεις, κρύβεσαι και όσο και να λες ότι δε θες, εθίζεσαι και γουστάρεις.

Ζεις με το στοιχειό. 

Αξιώνεσαι να ματαιώνεσαι στην αοριστία της απραξίας. 

Οι έρωτες που μας στοιχειώνουν δεν είναι άλλοι από αυτούς που θελήσαμε περισσότερο και ζήσαμε λιγότερο. 

Αυτοί που σαν κάναμε ένα βήμα μακριά τους, από τότε μας τραβάνε συνεχώς κοντά τους. 

Είναι οι έρωτες που δεν είχαν μια ευκαιρία να αποδείξουν στους συγγραφείς πως η λύτρωση προσφέρεται και με ευτυχές τέλος. 

Είναι αυτοί  που ανοίγοντας το κάδρο της καθημερινότητας και διαστέλλοντας τον δραματικό χρόνο, σε κάνουν  να αντιληφθείς την πολυτέλεια της στιγμής.

Είναι αυτοί που σε αφήνουν άδειο από λόγια και γρυλίζουν σαν πεινασμένα σκυλιά αν τολμήσεις να απαλλαχθείς από τα απομεινάρια της βιωματικής μνήμης. 

Είναι ασύγκριτοι, άπιαστοι, ανεπανάληπτοι, σε όλα τους.

Σε όσα δίνουν μα περισσότερο σε όσα πήραν.  

Είναι φαντασμαγορικοί. Δε γνωρίζουν τέλος, δεν έχουν αρχή. 

Άναρχοι, ιδεατοί, ανύπαρκτοι στο σήμερα.

Κάθε βράδυ ξαπλώνουν στο άδειο μαξιλάρι δίπλα σου και σου κλείνουν το μάτι.

Δεν κοιμούνται. Μόνο περιμένουν να σβήσεις το φως για να κοιμηθείς εσύ.

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου