Τα περιττά των σχέσεων που τελείωσαν, τα σημάδια πως κάποτε κάποιος πέρασε από εδώ και καθώς έφυγε κάπως βιαστικά αλλά αποφασιστικά, άφησε κάτι πίσω του.

Η μνήμη ξεθωριάζει, όπως το μαύρο στα βαμβακερά, όπως το κόκκινο που χάνει δυο τόνους από την ζωηράδα του.

Και ο έρωτας κόκκινος είναι θα μου πεις.

Τον φοράς κατάσαρκα σαν αυτό το άνετο t-shirt, δυο νούμερα μεγαλύτερο σου. Άνετο μα όχι δικό σου.

Αχ αυτά τα t-shirt.

Τα έπλυνες, τα σιδέρωσες και τα τακτοποίησες στο συρτάρι, στο κάτω ράφι της ντουλάπας.

Αυτά έμειναν, εκείνος έφυγε.

Πέρασε ο χρόνος. Πέρασε και πήρε μαζί του και τη μυρωδιά του και σου άφησε την γκαρνταρόμπα των αναμνήσεων.

Aυτά τα μακό, σύμβολο ιστοριών αγάπης και χωρισμού.

Αυτά, τα ξεχασμένα που κρατούν συντροφιά σε όσους μένουν πίσω.

Αυτά που σου υπενθυμίζουν πως υπάρχει μια εκκρεμότητα, που μπορεί και να μην έχεις καμιά διάθεση να λύσεις, ειδικά τον πρώτο καιρό.

Ενθύμια διπλωμένα στη ντουλάπα σου, σε τάξη που δε συμμορφώνεται και η καρδιά σου.

Κάποτε ακουμπούσες επάνω τους, τώρα τα νιώθεις άδεια από σώμα μα πιότερο από ψυχή.

Τα φοράς. Είναι άνετα δικαιολογείσαι, άνετα τα άτιμα και πρώην αγαπημένα. Είναι άτιμα σκέτο.

Τα φοράς γιατί σου λείπει, τα κάνεις δεύτερο δέρμα σου, κρύβεσαι μέσα στο βαμβακερό και ονειροβατείς.

Ξεγελιέσαι για λίγο πως γεμίζεις το κενό.

Αυτό το δυσαναπλήρωτο κενό της απουσίας.

Και για μια στιγμή το καταφέρνεις.

Μέχρι που μια μέρα το περιβάλλον κρίνεται τοξικό και ό,τι συνδέεται με αυτόν, ό,τι σου παρέχει μια σύνδεση, μια δίοδο επαφής, θέλεις να το τελειώσεις.

Το πουκάμισο το θαλασσί που φορούσες μια αυτός και τον τελευταίο καιρό εσύ, σε πνίγει όπως η βαθιά θάλασσα και τα χιλιοπλυμένα μακό όσο κι αν σε βολεύουν τα ήσυχα βράδια, τώρα αρχίζουν να σε στενεύουν περισσότερο και από εκείνο το μικροσκοπικό σου μαύρο φόρεμα.

Και τα πετάς όλα έξω απο τη ντουλάπα, αδειάζεις τα συρτάρια, ξεντύνεις τις κρεμάστρες να μείνουν γυμνές, σαν και εσένα, εκτεθειμένη στο καινούριο, σε αυτό που δεν έχει έρθει ακόμη. 

Ατάκτως ερριμμένα,  απομεινάρια μιας παρελθοντικής κοινής καθημερινότητας στα αζήτητα και μιας νέας, που από αύριο θα είναι ειλικρινά μοναχική και δική σου. 

Παρατηρείς το χάος και νιώθεις την ανάγκη να βάλεις μια τάξη, να κάνεις το λεγόμενο ξεσκαρτάρισμα επιτέλους.

Παραγεμίζεις μια σακούλα με second hand αγάπη χωρίς καμιά τύψη και ενοχή, να ντύσει κάποιον που κρυώνει.

Αφήνεις στην άκρη ένα μακό, αυτό το μακό των χαμένων εραστών, να μαρτυρά πως ήσουν εκεί, το έζησες, το πέρασες, πως έμαθες κάτι.

Πως αγάπησες, πως αγαπήθηκες, αλλά όσο επώδυνο και να σου ακουστεί όχι τόσο πολύ όσο θα σου έπρεπε.

Αυτό το μακό θα είναι μια φωτογραφία, μια διαφορετική φωτογραφία που κανείς άλλος δε μπορεί να δει, μια μαγική εικόνα που αν και ο χρόνος θα καθορίσει την παλαιότητά της, αυτή θα μαλακώνει τη συναισθηματική αναφορά, στα καλά και στα άσχημα.

Και κάθε φορά που θα το φοράς θα αισθάνεσαι πάντα πιο μικρή, αλλά θα είσαι πιο δυνατή από την τελευταία.

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου