Αμέτρητα πρόσωπα παρατηρούμε καθημερινά, συνειδητά κι ασυνείδητα, στην πορεία μας προς τη δουλειά, το σχολείο, το πανεπιστήμιο, σε οποιαδήποτε ενασχόλησή μας. Κάποια από αυτά, απλά αποθηκεύονται στην ασυνείδητη μνήμη μας και δε χρησιμοποιούνται σε κάτι, αφού δε μας προκαλούν κάποιο ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που γνωρίζουμε κι είναι αυτή των ανθρώπων που μας προκαλούν μια ενστικτώδη ώθηση για να βρεθούμε πιο κοντά τους.

Στην αρχή της γνωριμίας με κάποιον λοιπόν, από την πρώτη κιόλας φορά, νιώθουμε αν υπάρχει κάποια ερωτική έλξη ή αν απλά, τα συναισθήματα που προκαλούνται είναι άκρως φιλικά. Πώς, όμως, γίνεται, μια επιφανειακή για το φαίνεσθαι στιγμή, να κρύβει την πορεία μιας ολόκληρης σχέσης με έναν άνθρωπο που καλά-καλά δεν έχουμε ακόμα γνωρίσει; Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι μια και μοναδική: Ένστικτο.

Καταρχάς, το ένστικτο είναι ό,τι κάποιος μπορεί να χαρακτηρίσει ως διαίσθηση, σωματική μνήμη, έκτη αίσθηση, ή κατά τους επιστήμονες, ασυνείδητη γνώση. Βαθιά συνδεδεμένο με τη δεξιά πλευρά του εγκεφάλου, στα βάθη του ασυνείδητου βρίσκονται αποθηκευμένες, συν άλλων, αισθητηριακές και συναισθηματικές εμπειρίες, χωρίς όμως απαραίτητα να τις έχουμε οι ίδιοι επικυρώσει. Δηλαδή, η είσοδός τους στον εγκέφαλό μας δεν ήταν συνειδητή, αντιθέτως, η καταγραφή τους συνέβη ενώ το συνειδητό μας εστίαζε, πιθανόν, σε κάποια άλλη δραστηριότητα.

Άρα ουσιαστικά, στην πρώτη μας συνάντηση με κάποιον, γνωρίζουμε αυτόματα αν τα συναισθήματα είναι ερωτικά, φιλικά ή και καθόλου υπαρκτά. Αυτό που όμως δε γνωρίζουμε, είναι ότι το γνωρίζουμε ήδη! Βέβαια, όντας  άνθρωποι με συναισθήματα και προσδοκίες, συχνά διαστρεβλώνουμε την αρχική αυτή εσωτερική προδιάθεση, σε μια προσπάθεια να δούμε αλλιώς αυτό που συμβαίνει, αφού πολύ θα το θέλαμε η εκάστοτε γνωριμία να ήταν κάτι παραπάνω από φιλική, ακόμα κι αν αυτό διαισθητικά δεν υφίσταται.

Συχνή συνθήκη στην οποία εμπίπτει η συγκεκριμένη περίσταση, είναι η εξής: Όταν σε μια φιλική σχέση, την οποία δύο άτομα διανύουν χρόνια, περνώντας υπέροχα ο ένας με την παρέα του άλλου και με την παρουσία του ενός να φαντάζει άκρως ευχάριστη στα μάτια του άλλου, κάπου ξεκινά μια υπερανάλυση όσον αφορά το αν αυτή η σχέση μπορεί να προχωρήσει σε ένα επόμενο επίπεδο από το φιλικό. Αντίστοιχα, αυτό μπορεί να συμβεί και στην περίπτωση που στην αρχή μιας φιλικής γνωριμίας εκφραστεί μονόπλευρο ενδιαφέρον. Τότε, αρχίζουν να εισχωρούν σκέψεις διχασμού ως προς τη φύση της δεδομένης σχέσης.

Στις σχέσεις, όμως, να εμπιστεύεσαι τα αρχικά σου ένστικτα, διότι όλες αυτές οι σκέψεις που δεν προηγούνται της ασυνείδητης γνώσης, δεν είναι αντικειμενικές, αλλά επηρεασμένες από την συναισθηματική σύνδεση που έχεις δημιουργήσει με τον τάδε άνθρωπο και την επιθυμία σου να δημιουργηθεί κάτι πιο ισχυρό από το ήδη υπάρχον. Αν, λοιπόν το ένστικτο λέει φιλία, ενώ εσύ εύχεσαι σχέση, μπορεί και να πρέπει -βάσει ενστίκτου- να μείνει στη φιλία.

Λόγω προσωπικών ανασφαλειών ή και της συναισθηματικής μας κατάστασης τη δεδομένη στιγμή, διαστρεβλώνεται η αντίληψή μας. Αν λόγου χάρη είμαστε στεναχωρημένοι, τότε το πιο πιθανό είναι η κρίση μας να μην είναι σωστή και αυτό έχει να κάνει άμεσα με τις συναισθηματικές αντιδράσεις μας. Ας θυμηθούμε, ως εκ τούτου, αυτό το πρώτο μας ένστικτο, γιατί μόνο αυτό είχε αναλλοίωτη εικόνα τον γεγονότων. Είναι η πιο αντικειμενική άποψη κι αν την εμπιστευτούμε λιγάκι ίσως να μας γλιτώσει από πολλά σφάλματα ή και να μας βάλει σε ωραίες περιπέτειες. Μην ξεχνάμε πως με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η διαίσθηση μάς απομακρύνει από σχέσεις χωρίς μέλλον, μπορεί και να μας μυήσει σε μια αμοιβαίου συναισθήματος σχέση, γιατί εκεί δε θα μιλάμε για έρωτα με την πρώτη ματιά, αλλά για ένστικτο αλάνθαστο.

Εν κατακλείδι, σε ένα κόσμο που συνεχώς ταλαντεύεται με το δίλημμα λογικής και συναισθήματος, μυαλού και καρδιάς, ας επιλέξουμε το ένστικτο– τη μόνη επιλογή που δεν είναι επηρεασμένη από συναισθηματικούς ή και άλλους γενικότερους παράγοντες, παρά μόνο τη γνώση την οποία δε γνωρίζουμε ότι έχουμε. Την συνειδητή αυτή γνώση, που ίσως είναι πιο σημαντική από οποιαδήποτε άλλη.

 

Συντάκτης: Αθηνά Τσαγγαρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου