Το να παρθεί η απόφαση ενός χωρισμού είναι μια διαδικασία συχνά επώδυνη, αφού απαιτεί την αποκόλληση ενός κομματιού του εαυτού σου, που κάποτε μοιραζόσουν με έναν άλλο άνθρωπο. Ακριβώς επειδή αυτή η διαδικασία δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη, πολλά ζευγάρια χωρίζουν κι επανασυνδέονται επανειλημμένα, αφού αμοιβαία φοβούνται την απώλεια της σιγουριάς τους. Αυτό συμβαίνει κυρίως σε ζευγάρια που, ναι μεν, ισχυρίζονται πως έχουν πάρει την απόφαση του τερματισμού της σχέσης, παρ’ όλα αυτά δε φαίνεται αυτό να ισχύει, όχι τουλάχιστον απολύτως συνειδητά.
Τα πισωγυρίσματα, όσο κι αν ανακουφίζουν, δεν ωφελούν ουσιαστικά τη σχέση, αλλά δίνουν έναυσμα στην επανάληψη ενός μοτίβου που ούτε αλλάζει ούτε πετυχαίνει. Όταν μια σχέση φτάνει σε τέλμα, καλό είναι να μην αναλωνόμαστε σε αυτήν, ευχόμενοι να βελτιωθεί. Αν φτάσει στο σημείο να δυσλειτουργεί, τότε ας δεχτούμε ότι κάποια πράγματα δεν είναι για πάντα, κι ας προχωρήσουμε πέρα από αυτά. Ο αποκλεισμός του σεναρίου επανασύνδεσης είναι, άλλωστε, κι ο τρόπος να ξεπεραστεί το γεγονός, αφού μόνο αφήνοντάς το στο παρελθόν μπορείς να δημιουργήσεις το μέλλον.
Αν ο χωρισμός έχει επέλθει από εξωγενείς παράγοντες, τότε το να ‘ναι οριστικός είναι ακόμη πιο απίθανο, γι’ αυτό και τα πισωγυρίσματα είναι πιο συχνά. Όταν δεν είναι καθαρή πρωτοβουλία των άμεσα εμπλεκόμενων, είναι λογικό να υπάρχει ακόμη η θέληση για συνέχιση του δεσμού των δύο, παρά τα όσα έφεραν την παρέκκλιση μεταξύ τους. Ως διαδικασία, κάτι τέτοιο είναι αρκετά κουραστικό και ψυχοφθόρο, καθώς δημιουργεί ελπίδες για έξοδο από μια αδιέξοδη κατάσταση, κάτι το οποίο είναι αδύνατο να συμβεί. Στην τελική, αν είναι γραφτό δύο άνθρωποι να ‘ναι και πάλι μαζί, τότε θα έρθει κι αυτό στην ώρα του, όταν θα ‘ναι κι οι δύο σίγουροι πως θέλουν και μπορούν να το κάνουν να πετύχει -δε χρειάζονται βιασύνες αυτές οι καταστάσεις.
Είναι βέβαια κι οι άλλες περιπτώσεις, όπου ο χωρισμός έρχεται μονόπλευρα κι ο άλλος δεν προλαβαίνει να καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί. Αυτές είναι κι οι περιπτώσεις που η ένταση των συναισθημάτων είναι στα ύψη, αφού για τον ένα απ’ τους δύο τίποτα δεν έχει τελειώσει, κι ως εκ τούτου ελπίζει σε μια επανασύνδεση. Είναι λογικό να επιδιώκεις να ξαναζήσεις κάτι που άδοξα κι απότομα τελείωσε, παρ’ όλα αυτά ίσως είναι καλύτερα να μην προσπαθήσεις για κάτι που ηθελημένα ή όχι ανήκει πια στο παρελθόν.
Ζώντας, περιμένοντας κι ελπίζοντας για κάτι που ουσιαστικά έχει τελειώσει, το μόνο που καταφέρνεις είναι να μένεις στάσιμος σε μια κατάσταση που το μόνο που μπορεί να σου προσφέρει είναι μιζέρια. Αν, λοιπόν θέλεις, όντως να ξεπεράσεις ένα χωρισμό, για τον άλφα ή βήτα λόγο, αυτό που έχεις να κάνεις είναι να διαγράψεις τη λέξη «επανασύνδεση» απ’ το μυαλό σου. Τα βήματα πίσω δε σε βοηθούν να σηκωθείς απ’ τα χαμηλά, αλλά, αντίθετα, σε ρίχνουν πιο κάτω. Μόνο αν αποδεχτείς πως ό,τι έγινε, έγινε και τώρα πια τελείωσε, θα μπορέσεις να προχωρήσεις. Όταν αντιληφθείς πως γυρισμός δεν υφίσταται και νόημα στο να παλεύεις για κάτι τελειωμένο δεν υπάρχει, τότε θα ‘σαι έτοιμος να αφήσεις ό,τι σε πλήγωσε εκεί που του αξίζει∙ στο παρελθόν.
Η ζωή προχωρά, ό,τι κι αν συμβαίνει, κι όσο πιο νωρίς το αντιληφθούμε, τόσο πιο ελεύθεροι θα νιώθουμε. Ας δεχτούμε, λοιπόν, τη νέα συνθήκη, ας δώσουμε άφεση στην παλιά κι ας πιστέψουμε στη δύναμη του άγνωστου που μας περιμένει να το ανακαλύψουμε. Κι αν είναι κάτι να ‘ρθει, θα ‘ρθει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη