Χτυπά το τηλέφωνο και σε ξυπνά από τον λήθαργο. Το ξημέρωσες χτες, λίγο το διάβασμα της εξεταστικής, λίγο το άγχος, δε θέλει και πολλά, αϋπνίες σε έπιασαν και δε σε πήρε ο ύπνος μέχρι το πρωί. Μεθαύριο δίνεις μάθημα πάλι κι η ύλη δε βγαίνει με τίποτα. Κυριακή όμως είναι, φωνάζει η κολλητή στο τηλέφωνο, 30 βαθμούς έχει έξω, άνοιξε το beach bar που αγαπάτε, έτσι, διαβάζοντας θα φας τη μέρα;
Πού να τρέχεις τώρα; Δεν έχεις προετοιμαστεί καν ψυχολογικά για παραλία. Τα πόδια σου είναι σε κατάσταση «γύρισε στη φύση» γιατί η αποτρίχωση δεν είναι στην ύλη, κι είσαι και σαν το γάλα, μιας και δεν έχεις ξεμυτίσει από το σπίτι από τότε που σταμάτησαν οι βροχές. Αλλά αν δε συμφωνούσες να τους συναντήσεις στη θάλασσα, δε θα έκλεινε το τηλέφωνο.
«Δυο ωρίτσες μόνο, με το ρολόι…», σκέφτεσαι, «…και μετά πίσω και κεφάλι στα βιβλία.» Πρέπει να το περάσεις το μάθημα, να τελειώνεις πια με αυτό. Κάπου είναι το μαγιό, έλα όμως που δε θυμάσαι. Εν τέλει, το βρίσκεις στην τσάντα θαλάσσης, από πέρυσι τον Σεπτέμβρη, ακόμα εκεί όπως το φύλαξες, όταν τα μάζεψες στο τέλος της περασμένης σεζόν. Μαζί οι πετσέτες θαλάσσης, ένα λάδι μαυρίσματος που είχες πάρει από το Ανάπλασις προς το τέλος του καλοκαιριού, που δεν είχες προλάβει καν να χρησιμοποιήσεις. Πάλι καλά. Εσύ δεν είχες προβλέψει για μέρα στην παραλία, αλλά το σύμπαν ήταν με το μέρος της κολλητής σου.
Μετά από μια ωρίτσα, κατηφορίζεις στη αμμουδιά προς τις ξαπλώστρες που έχει πιάσει η παρέα σου, εκεί, στην άκρη που σκάει το κύμα. Παρατηρείς ότι προστέθηκαν άγνωστα πρόσωπα, και σε πιάνει μια μικρή ανασφάλεια.
Κοιτάς μία το ολόλευκο δέρμα σου, μία τα σοκολατένια σώματα που σας περιβάλλουν. Μα πότε πρόλαβαν να μαυρίσουν έτσι; Εσύ ούτε Αύγουστο μήνα δεν έχεις τέτοιο χρώμα. Τι λάδι χρησιμοποιούν για να είναι τόσο λαμπερό κι ομοιόμορφα μαυρισμένα το δέρμα τους; Πιο πέρα μια ψεκάζει στο σώμα της το Glow – έλαιο γρήγορου μαυρίσματος με φυσικό κερί μέλισσας- , θυμάσαι την ετικέτα, μιας κι αυτό ήταν που έχεις κι εσύ στην τσάντα σου. «Λες να πιάσει;» σκέφτεσαι, κι αφού παραγγείλεις τον καφέ σου, σκύβεις στην τσάντα σου να βγάλεις το δικό σου μπουκαλάκι.
Ψεκάζοντάς το στο σώμα σου, βλέπεις την αντίθεση του σκούρου πορτοκαλί σου χρώματος στο ανοιχτόχρωμο δέρμα σου. Καθώς το απλώνεις όμως, βλέπεις ότι το δέρμα σου το απορροφά αμέσως, και ταυτόχρονα αισθάνεσαι την απαλότητά του κάτω από τα δάχτυλά σου. Μεταξένιο το δέρμα σου, κι ούτε ίχνος εκείνης της γνωστής λαδίλας. Να το ‘ξερες νωρίτερα το προηγούμενο καλοκαίρι, ίσως και να είχες γλυτώσει την ξηρότητα που είχες στην επιδερμίδα.
Ο καφές γίνεται μπίρα και ποικιλία, η παρέα σας μεγαλώνει με την ώρα (ακόμα κι ο τύπος που σου έχει γυαλίσει από τη σχολή έρχεται) το πρωί μετατρέπεται σε μεσημέρι και μετά σε απόγευμα, οι δυο ωρίτσες που σχεδίαζες αρχικά να μείνεις, γίνονται τρεις, τέσσερις και πέντε, ειδικά αφού έχει αρχίσει το παραθαλάσσιο φλερτ. Δεν είχες καταλάβει πόση ανάγκη είχες αυτή τη χαλάρωση που προσφέρει η θάλασσα, η παρέα και τα γέλια. Ένα ευχάριστο κι άκρως απαραίτητο διάλειμμα ήταν, τελικά. Άσε που τόσο καιρό έψαχνες αφορμή να μιλήσεις στον τύπο, τώρα που βρέθηκε η ευκαιρία, στα κομμάτια κι η εξεταστική. «Λάμπεις, μωρό μου, λάμπεις!» σου τραγουδά, και φτάνει η αυτοπεποίθησή σου στα ουράνια. Τόσο πολύ δε θες να φύγεις, που προτιμάς να το πας σερί διαβάζοντας απόψε, παρά να χάσεις τη στιγμή.
Η θάλασσα δροσερή στο σώμα σου, λάδι η επιφάνειά της, πεντακάθαρη. Μπορείς εύκολα να ξεγελάσεις τον εαυτό σου ότι είσαι σε κάποιο τροπικό νησί, μακριά από τον πολιτισμό, από σχολές, εξεταστικές, υποχρεώσεις και βαβούρα. Βουτάς και βγαίνεις, ξαναβουτάς, παίζεις λίγο ρακέτες, βουτάς και ξαναβγαίνεις. Κοιτάς τα πόδια σου που σαν να έχουν αρχίσει λίγο να παίρνουν χρώμα. Παραμένουν μεταξένια, δεν έχει κολλήσει καν άμμος πάνω στις γάμπες σου, όπως συμβαίνει πάντα, ούτε καταλαβαίνει κανείς ότι έχεις βάλει λάδι μαυρίσματος. Το ξαναβγάζεις από την τσάντα σου κι απλώνεις άλλη μια φορά σε όλο το σώμα σου. Μυρίζεις τόσο υπέροχα, γλυκά, ο τέλειος συνδυασμός με τη μυρωδιά του αλατιού της θάλασσας, που η κάθε σου εισπνοή σε κάνει να αισθάνεσαι ότι όντως έφτασε το καλοκαίρι.
Βράδυ πλέον γυρνάς σπίτι. Έχει νυχτώσει έξω και βλέποντας το ρολόι υπολογίζεις πως έχεις περιθώριο να κοιμηθείς και τρεις ωρίτσες πριν την εξέταση -αν τρέξεις τώρα να μπανιαριστείς και τρως όσο διαβάζεις. Βγάζοντας, όμως, το μαγιό σου, το μάτι σου πέφτει στον καθρέπτη όπου παρατηρείς το σώμα σου γυμνό. Διαγράφονται ξεκάθαρα οι γραμμές από το μαγιό σου στο δέρμα σου, εκείνο το σοκολατένιο μαύρισμα, που τόσο ζήλεψες το πρωί, έχει αρχίσει να πιάνει στο δέρμα σου. Δες εκεί θαύμα που ‘κανε το λαδάκι του Ανάπλασις. Μια μέρα στη θάλασσα, κι είσαι λες κι εδώ και μια βδομάδα κάνεις κάθε μέρα ηλιοθεραπεία! Μόνο αυτό αρκεί να αλλάξει λίγο η διάθεσή σου, να ανεβεί λίγο η αυτοπεποίθησή σου. Με αυτόν τον ρυθμό, στις διακοπές του Αυγούστου μπορεί να σε περάσουν για Βραζιλιάνα!
Χαμογελάς και κάθεσαι να ξεκινήσεις διάβασμα. Κρατάς σημειώσεις και κοιτάς πού και πού το χέρι σου που ακόμα λαμπυρίζει λίγο από το Glow. Φευγαλέα περνά από το μυαλό σου πως, ακόμα και πέντε να γράψεις, άξιζε· για δέκα είναι το μαύρισμά σου! Λάμπεις, μωρό μου, λάμπεις!