Πολλοί από τους ανθρώπους που μένουν σε μεγαλουπόλεις πιστεύουν ότι η ζωή στην επαρχία είναι ευχάριστα αναζωογονητική, σαν μια τηλεοπτική διαφήμιση βουτύρου στην οποία όλοι τρέχουμε με τα αλαβάστρινα χαμόγελα Colgate σε καταπράσινα λιβάδια και τα μαλλιά μας ανεμίζουν ανέμελα ενώ περπατάμε χέρι-χέρι με το άλλο μας μισό. Στην πραγματικότητα φυσικά, τα πράγματα είναι –ελάχιστα, μη φανταστείτε- διαφορετικά, ειδικά στον τομέα των σχέσεων και των γνωριμιών.

Ο κίνδυνος ελλοχεύει σε κάθε γωνιά κι εάν τολμήσεις να διανοηθείς να μιλήσεις σε κάποιο άτομο χωρίς να γνωρίζεστε, το πιθανότερο είναι ότι θα αποδειχθεί ότι είναι δευτεροξάδερφα με τη νύφη σου την ξινή, η οποία έχει ήδη τυπώσει ενημερωτικά φέιγ βολάν με φωνογραφικής ακρίβειας λεπτομέρειες του διαλόγου κι έχει νοικιάσει με το υστέρημά της ένα μικρό μονοκινητήριο σκάφος για να τα πετάξει πάνω από την πόλη σε ώρες αιχμής.

Θα ήθελα να διευκρινίσω για την οικονομία της κουβέντας ότι θα γίνει μια προσπάθεια σε αυτό το σημείο να κάνω την έξυπνη και να μεταφέρω κάποιες σκέψεις χωρίς να έχω καμία απολύτως πρόσφατη εμπειρία στον τομέα των γνωριμιών. Καμία. Nothing. Niente, όπως λέμε και στο χωριό μου στα βόρεια Τζουμέρκα. Δεν υπάρχει κανένα έμβιο ον το οποίο να έχει αποπειραθεί να με πλησιάσει στον δρόμο ή οπουδήποτε αλλού σε απόσταση δύο μέτρων, η οποία εξάλλου στις μέρες μας θεωρείται και συνετή από απόψεως social distancing. Η πιο εύλογη ερμηνεία για το γεγονός αυτό έχει δοθεί από τον αδερφικό μου φίλο τον Χρήστο, ο οποίος σε πρόσφατο καφέ μας μου ξεκαθάρισε ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι διατεθειμένος να πλησιάσει άτομο που το ύφος του όταν περπατά είναι εξόχως βλοσυρότερο από αυτό του Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ στον Εξολοθρευτή 2. Οπότε, όπως κάθε εξελιγμένο σάιμποργκ που σέβεται τον εαυτό του, το θέμα θα προσεγγιστεί με την ανάλογη συναισθηματική αποστασιοποίηση.

 

 

Η γνωριμία δύο ανθρώπων είναι σχεδόν πάντα μια πολυσύνθετη διαδικασία, καθώς ο καθένας κουβαλά πίσω του, όπως σημειώνει σύσσωμη η παγκόσμια ψυχιατρική κοινότητα τη μάνα τους, τον πατέρα τους, δυο θείες, τρεις γείτονες, τέσσερις συμμαθητές που τους κορόιδευαν για τα γυαλιά μυωπίας κι ούτω καθεξής. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πόσο πιο δύσκολη μπορεί να γίνει όταν ο ίδιος δρόμος στον οποίο θα δεις κάποιο άτομο που θα σε εντυπωσιάσει, μπορεί να μετατραπεί σε ναρκοπέδιο από το οποίο θα πρέπει αριστοτεχνικά να καταφέρεις να ξεφύγεις. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το χιούμορ κι η αμέτρητη ευγένεια είναι απαραίτητα εφόδια για οποιουδήποτε είδους προσπάθεια επικοινωνίας. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για δύο άγνωστους ανθρώπους, δύο άγνωστες ενέργειες οι οποίες καλούνται να αλληλεπιδράσουν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος.

Τις προηγούμενες δεκαετίες ο θαυμασμός στον δρόμο μπορούσε να εκδηλωθεί με ένα νεύμα, με ένα απλό χαμόγελο ή μια «καλημέρα». Παρ’ όλο που από τότε διατηρούσα την ιδιότητα του προαναφερθέντος ψυχρού ανδροειδούς επιστημονικής φαντασίας και πάντα ενοχλούμουν από τα ανάλογα σχόλια, κάνοντας μια σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση των social media όπου ακόμη και η τροπική ζούγκλα του Αμαζονίου ωχριά μπροστά τους, συμπεραίνουμε ότι τα πράγματα ίσως ήταν λίγο πιο απλά και μονοπαραγοντικά. Εξάλλου η βλεμματική επαφή και η χροιά της φωνής μπορεί να δημιουργήσει μια άμεση και συχνά αλάνθαστη πρώτη εντύπωση γι’ αυτόν που έχουμε απέναντί μας και τις προθέσεις του.

Κάποτε κάποιος εκ των γενναίων αυτής της οικουμένης με ρώτησε, αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω με ύφος 80 καρδιναλίων ενώ αμέριμνη έπλενα τα χέρια μου στις τουαλέτες ενός από τα πιο αγαπημένα στέκια της πόλης μου, την αδιανόητη για τα εγκεφαλικά μου κύτταρα ερώτηση-άνοιγμα συζήτησης «Γυμνάζεσαι;» Η απάντηση που εκείνο το δευτερόλεπτο ιδεατά θα μπορούσε να δοθεί ήταν «πετάω ακόντιο και κάνω και λίγο πένταθλο δυο φορές το μήνα». Αντ’ αυτού, υπήρξε χαμόγελο και σίγουρη φυγή. Τέτοιες κλισέ εκφράσεις μπορούν να αποτελέσουν το προσωπικό Βατερλό για κάθε επίδοξο Ναπολέοντα που θα ήθελε να κατακτήσει και να κατακτηθεί. Αντιθέτως, το χαμόγελο, οι καλοί τρόποι κι η ειλικρινής διάθεση για επικοινωνία μπορούν να επιφέρουν ανέλπιστα αποτελέσματα.

Φυσικά, θα πρέπει και οι δύο να βρίσκονται σε αυτήν τη χαλαρή και light διάθεση. Εγώ όπως καταλαβαίνετε light δεν τρώω ούτε τη μαγιονέζα μου, οπότε εύλογα δεν απολαμβάνω, όπως ευτυχώς συμβαίνει σε κάποιους ανθρώπους ακόμα εκεί έξω, την τρελή πιθανότητα να γνωρίσει κανείς, ακόμη και στη μέση του δρόμου, το σάιμποργκ της καρδιάς του.

 

Συντάκτης: Βασιλική Χατζή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου