Ανάμεσα στους δεκάδες λόγους για τους οποίους μπορεί να τσακωθεί μια μαμά με τις λατρείες της είναι αδιαμφισβήτητα το φαγητό, το ντύσιμο και το διάβασμα. Είναι λοιπόν απορίας άξιο πώς στο νούμερο ένα της δικής μας ατζέντας βρίσκεται το μείζον ζήτημα της σχετικά εύκολης -ας το πούμε έτσι- ευσυγκινησίας μου. Όταν για παράδειγμα καθίσουμε να απολαύσουμε μαζί μια παιδική ταινία, ο γνώριμος ήχος από τα πατατάκια υπερκαλύπτεται πάντα από ένα μακρόσυρτο «Μαμααααα» αγανάκτησης, καθώς έχω ξεκινήσει πολύ πριν την συναισθηματική κορύφωση της ταινίας να πιάνω τα χαρτομάντιλα από το τραπέζι. Η κόρη μου με κοιτάζει σαν το πρωταγωνιστικό alien από την Ημέρα της Ανεξαρτησίας και αδυνατεί να κατανοήσει για ποιον λόγο οι δακρυϊκοί αδένες μου υπερλειτουργούν. Κι όμως, στην πραγματικότητα, δεν είναι και τόσο περίεργο…
Οι διεργασίες που εκτελούνται στον εγκέφαλο όσων κλαίμε λίγο πιο εύκολα είναι πολλαπλές και φυσικά σχετίζονται άμεσα με τα προσωπικά βιώματα, το περιβάλλον και τις καταστάσεις που έχουν σφυρηλατήσει τον χαρακτήρα κάθε ανθρώπου. Κάποιοι είναι πιο εγκρατείς και καταφέρνουν να ελέγξουν τα συναισθήματα που μπορεί να τους κατακλύσουν σε μια χρονική στιγμή, ενώ κάποιοι άλλοι αδυνατούν να τα συγκρατήσουν και τα δάκρυα κυλούν σαν την βροχή στον τσίγκο, όπως έλεγε και ο ερωτευμένος Κωνσταντάρας στο «Κάτι Κουρασμένα Παλικάρια».
Μιλώντας για κούραση είναι προφανές ότι αυτή αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες για τους οποίους οι δακρυϊκοί αδένες που λέγαμε μπορεί να κινητοποιηθούν. Πόσες στιγμές αισθάνεται κάποιος καθισμένος στο καπάκι της τουαλέτας ότι δεν μπορεί να συρθεί ούτε μέχρι το κρεβάτι για να καταφέρει επιτέλους να αποβάλει τη συσσωρευμένη κούραση των ιδιαίτερων ημερών που διανύουμε; Εκεί το κλάμα λειτουργεί σαν μορφή εκτόνωσης και λυτρωτικά, βοηθώντας σώμα και μυαλό να ηρεμήσουν και να ανασυγκροτηθούν.
Οδεύοντας προς την τρίτη περίπτωση για την οποία μπορεί να «κλάτσεις» -όπως πολύ χαριτωμένα συνήθιζε να λέει ο γιος μου όταν ήταν στον παιδικό σταθμό-, εκείνη της αγανάκτησης, να πούμε ότι εδώ υπάρχουν πολλαπλές εφαρμογές. Έτσι, μπορεί πολύ απλά να ξόδεψες ένα σκασμό λεφτά για να φτιάξεις ένα ταψί παστίτσιο, το οποίο τελικά κάηκε -true story, παρ’ όλο που εν μέσω καραντίνας οι μαγειρικές μου δεξιότητες βελτιώθηκαν αισθητά- και τώρα πρέπει να ξοδέψεις άλλα τόσα για να παραγγείλεις σουβλάκια από τον κολλητό σου πλέον κύριο Παναγιώτη στη γωνία, ο οποίος κάθε φορά σε κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα κατανόησης και γλυκιάς απαξίωσης που για άλλη μια φορά δεν κατάφερες, δεν πρόλαβες, δεν μπόρεσες να τους έχεις έτοιμο το φαγητό που πιθανότατα η δική του γυναίκα έχει στον φούρνο από τις εφτά παρά είκοσι πέντε το ξημέρωμα.
Μπορεί ακόμα να σε ενόχλησε το υποτιμητικό σχόλιο της συναδέλφου, τύπου «βλέπω τα τσίμπησες τα κιλάκια σου» κάνοντάς σε να αισθάνεσαι όπως το καημένο το Κογιότ όταν έπεφτε από τον γκρεμό αποσβολωμένο ενώ κυνηγούσε το Μπιπ –Μπιπ. Ίσως επίσης να λογομάχησες με τον καλό σου, τον συνάδελφο ή τους γονείς σου και όσους γενικότερα ήθελαν να σε τοποθετήσουν στο κρεβάτι του Προκρούστη και να σε τραβούν καθένας προς τη μεριά του για να τους στηρίξεις, να τους βοηθήσεις, να είσαι εκεί. Κάθε μέρα. Κάθε λεπτό.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, κάτι κακό στο να είναι κάποιος ευσυγκίνητος. Τίποτε κακό στο να υπάρχουν μέσα μας ευαισθησίες που μοιάζουν ξεχασμένες πια από άλλη εποχή, αφού οι αλλόκοτοι ρυθμοί της καθημερινότητας σε συνδυασμό με τον εγκλεισμό του προηγούμενου διαστήματος και την ανάγκη μας να αδράξουμε τη μέρα οδηγούν σε μια συναισθηματική ακαμψία που σιγά-σιγά εδραιώνεται και γίνεται δυστυχώς πάγια συμπεριφορά.
Η ώρα πέρασε και η ταινία τελείωσε. Η πόλη ησυχάζει και οι λατρείες ξεκινούν την τελετουργική διαδικασία πριν τον ύπνο. Ξαπλώνοντας δίπλα μου ο γιος με ρωτάει για άλλη μια φορά: «Γιατί κλαις όμως τόσο συχνά; Είναι παράξενο». Γυρίζει από την άλλη μεριά και τον αγκαλιάζω. Συμφωνώ μαζί του κατά βάθος. Κλείνω τα μάτια μου και θυμάμαι τα υπέροχα λόγια από τα «Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου που διαβάσαμε νωρίτερα στο μάθημα της Γλώσσας κι ένα «λευκό ποταμάκι» αρχίζει να κυλά από τα μάτια, με « μυριάδες μικρά άστρα, λευκά σαν ανθούς».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.