Είναι σχεδόν παράδοση τα μεσημέρια που περνούν οι οικογένειες στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Για σάουντρακ, καθημερινά κι ανελλιπώς οι τηλεοράσεις του σπιτιού παίζουν στη διαπασών-ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί, ίσως σχετίζεται με τον ενδόμυχο φόβο να χάσουν κάποιο δευτερόλεπτο κάποιας πολύ σπουδαίας είδησης- τη λαοφιλέστερη ίσως συνήθεια όλων των παππούδων ανά την υφήλιο, το κεντρικό δελτίο ειδήσεων. Γι’ εμένα, λίγα μόνο λεπτά ισοδυναμούν με το κουτί της Πανδώρας το οποίο ανοίγει στον εγκέφαλό μου κι από εκεί ξεχύνονται τα χειρότερα σενάρια, όλοι οι φόβοι ότι κάτι κακό θα συμβεί μέσα σε αυτήν την παραφροσύνη που βιώνει ο κόσμος στις μέρες μας.
Βασικός αποδέκτης όλων αυτών των φόβων, αποτελούν και τα παιδιά που καλούνται κάθε φορά να δεχτούν το γεγονός ότι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, είμαι η «πιο αγχωτική μαμά του κόσμου», έτοιμη να συγκαλέσω έκτακτο συμβούλιο καρδιοχειρουργών κάθε φορά που χτυπούν το 4ο δάχτυλο του δεξιού τους ποδιού. Χτες το μεσημέρι, ωστόσο, ήταν σειρά να αντιστραφούν οι ρόλοι και η κόρη μου προβληματισμένη να με ρωτήσει «μαμά, τι εννοούν στα ειδήσεις με τη λέξη «κακοποίηση;».
Η παιδική, αλλά και κάθε μορφή κακοποίησης αποτελεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο της ανθρώπινης ψυχολογίας κι όσο κι αν προσπαθήσουμε να απαριθμήσουμε τις αιτίες και τις πιθανές παραμέτρους που τη χαρακτηρίζουν, πάντα κάτι θα μας ξεφεύγει. Δεν πρόκειται, φυσικά, για μια καινούρια πραγματικότητα, ωστόσο οι στατιστικές επιβεβαιώνουν θλιβερά το γεγονός ότι όχι μόνο δε μειώνονται, τουναντίον αυξάνονται κι επιδεινώνονται τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης τα οποία σημειώνονται σε πανελλαδικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Στις περισσότερες, δε, περιπτώσεις, τα παιδιά σιωπούν για τα όσα τους συμβαίνουν κι υπομένουν σιωπηλά έναν μακρόσυρτο συναισθηματικό θάνατο της παιδικής τους αθωότητας. Πώς όμως μπορούμε να θωρακίσουμε τα παιδιά μας απέναντι στους κινδύνους που ελλοχεύουν στην πραγματική αλλά και διαδικτυακή πλέον καθημερινότητα;
Οι κυριότερες αιτίες που οι παιδικές ψυχές αδυνατούν να επικοινωνήσουν προς τα έξω αυτό που τους συμβαίνει είναι πρώτα απ’ όλα η τάση ενοχής που αισθάνονται για το γεγονός. Υποθέτουν ότι κάτι λάθος έκαναν, ότι δεν κατάφεραν να αποφύγουν τη συνθήκη ή τον δράστη, ότι δε φώναξαν αρκετά δυνατά. Όλες αυτές οι σκέψεις αναμιγνύονται με το αίσθημα της ντροπής. Τέλος, ο ανυπέρβλητος φόβος συνοδευόμενος πιθανά από την απειλή ότι, αν μιλήσουν, θα πάθουν κάτι οι ίδιοι ή οι αγαπημένοι τους άνθρωποι, πνίγει οποιαδήποτε διάθεση για επικοινωνία.
Είναι παραπάνω από ξεκάθαρο ότι στη σημερινή εποχή των τόσων πληροφοριών κι ερεθισμάτων, αποτελεί πανάκεια η ουσιαστική επικοινωνία και πάνω απ όλα η συζήτηση για οτιδήποτε απλό ή μη τα απασχολεί. Το χτίσιμο της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά πρέπει να ξεκινά από τα καθημερινά ζητήματα, στα οποία εάν ένα παιδί αισθανθεί τη ματαίωση ότι δεν ασχολούμαστε ή δεν το πιστεύουμε, δεν μπορούμε να περιμένουμε να μας εμπιστευτεί τα πιο σημαντικά θέματα που το απασχολούν. Επίσης το θέμα των ορίων που οφείλουμε να τους διδάξουμε είναι μεγάλης σημασίας καθώς χρειάζεται να τα θέτουν σε σχέση με το σώμα τους και τις περιοχές που δεν επιτρέπεται να αγγίξει κάποιος πάνω τους, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός.
Δεν είναι λίγες οι φορές που τα παιδιά «ουρλιάζουν» χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν ανοίξει το στόμα τους. Μια απότομη μεταστροφή στη συμπεριφορά, απώλεια διάθεσης ή όρεξης για φαγητό, αλλαγές στις συνήθειες ύπνου ή στη σχολική επίδοση, ξαφνικά ξεσπάσματα θυμού, όλα αποτελούν, σύμφωνα με το κέντρο υποστήριξης κακοποιημένων παιδιών Lacasa, ενδείξεις ότι πρέπει να αφουγκραστούμε περισσότερο τις ανάγκες τους, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι οι θύτες στο 80% περίπου των περιπτώσεων δεν είναι κάποιος άγνωστος αλλά δυστυχώς κάποιος που το παιδί γνωρίζει. Ορισμένες φορές πολύ καλά…
Φανταστείτε τη στιγμή που η κόρη μου έκανε αυτή την ερώτηση ως ένα freeze frame κινηματογραφικής ταινίας. Στην αμέσως επόμενη σκηνή εγώ περπατάω ως άλλη, όχι και τόσο αγέρωχη Uma Therman στο Kill Bill, υπερ-αγαπημένη ταινία και ρόλος, κραδαίνοντας ένα αυθεντικό σπαθί Hattori Hanzo απέναντι σε οποιαδήποτε ανθρωπόμορφη ύπαρξη τολμήσει να αγγίξει έστω και μια τρίχα -από τις πεσμένες φυσικά, δε μιλάμε καν γι’ αυτές της κεφαλής- των παιδιών μου. Αντ’ αυτού, επιστρέφω στην πεζή πραγματικότητα όπου είμαι απλώς μια μαμά που προσπαθεί να τους εξηγήσει ότι, όπως χαρακτηριστικά τους λέω, θα μου λένε τα πάντα, όσο στενόχωρα, εκνευριστικά κι αγχωτικά κι αν είναι κι εγώ θα τους ακούω. Κι όταν κάτι δε μου αρέσει, εννοείται της σπουδαιότητας ότι δε φάγανε στο σχολείο το κολατσιό τους και πήγανε στο κυλικείο να πάρουν 1522 τσιχλοκαραμέλες, θα σφίγγω το στόμα μου και δε θα μιλάω. Απλώς θα ακούω.
Όπως οφείλουν να ακούνε όλοι, ιθύνοντες και μη, τις κραυγές παιδιών όπως η μικρή Ελίζα από τη Νέα Υόρκη, η οποία κακοποιήθηκε στα χέρια της ίδιας της μη-τέρας της και πέθανε από τα μοιραία χτυπήματα στην ηλικία των 6 ετών. Στη μνήμη της ιδρύθηκε το ομώνυμο κέντρο παιδικής προστασίας το οποίο μεριμνά για περιπτώσεις κακοποίησης αθώων ψυχών. Κι όπως αναγράφεται στο κοιμητήριο που φιλοξενεί για πάντα τη μνήμη της «κόσμε, σε παρακαλώ, φρόντισε τα παιδιά».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου