Λίγο τα στερεότυπα που ακόμα καλά κρατούν, λίγο η περιβόητη ατάκα της, κατά τ’ άλλα αγαπημένης μας, Δήμητρας Παπαδοπούλου «Εγώ πότε θα γίνω μάνα;», ήρθε η αντίληψη και ρίζωσε βαθιά μέσα μας. Συνδέσαμε με το «έτσι θέλω» την ένωση δύο ανθρώπων με την τεκνοποιία και μάλιστα, βάλαμε πάνω της τη σφραγίδα της αιώνιας ευτυχίας.
Σύμφωνοι. Η γέννηση ενός παιδιού δίνει απερίγραπτη χαρά στους γονείς του, η οποία επιστρέφεται εκ νέου στην καινούργια αυτή ύπαρξη μέσα απ’ τις φροντίδες κατά το μεγάλωμά του. Τόσο η μητέρα όσο κι ο πατέρας ενώνουν τις δυνάμεις τους και προσφέρουν όσα περισσότερα μπορούν για να ‘ναι ευτυχισμένο το μικρό πλασματάκι που τους εμπιστεύτηκε η φύση ν’ αναθρέψουν.
Υπάρχουν, ωστόσο, ζευγάρια που κατ’ επιλογή τους ή κατ’ ανάγκην, πορεύονται στη ζωή χωρίς τη συντροφιά ενός παιδιού. Αυτά, λοιπόν, τα ζευγάρια επικρίνονται συνεχώς ηχηρά ή σιωπηλά, μέσα από καχύποπτες ματιές κι ερωτήσεις, του τύπου «Εσείς πότε θα κάνετε παιδί;», από μία μερίδα ατόμων που προφανώς κανένας δεν μπόρεσε να της διδάξει εγκαίρως τον όρο «ευγένεια». Διότι, όταν κάποιος υπεισέρχεται σε τέτοιου είδους προσωπικά ζητήματα –και δη, όταν γνωρίζει ότι η απουσία ενός παιδιού δεν αποτέλεσε συνειδητή επιλογή–, τότε δε χαρακτηρίζεται απλώς περίεργος αλλά, κυρίως, αγενής.
Η απουσία ύπαρξης ενός παιδιού σ’ ένα γάμο ή μία σχέση δε συνδέεται με την έλλειψη ευτυχίας του ζευγαριού. Αν, δηλαδή, αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, θα μπορούσε από μόνο του ένα παιδί να εξαλείψει τις διαφορές τους;
Η απουσία ενός παιδιού σ’ ένα ζευγάρι αφορά αποκλειστικά το ίδιο και κανέναν άλλο. Η αναπαραγωγή δεν είναι κατόρθωμα αλλά μία βιολογική διαδικασία, όπως τόσες άλλες. Ποιος μας δίνει, επομένως, το δικαίωμα να χαρακτηρίσουμε δύο ανθρώπους «ανεπαρκείς», μόνο και μόνο επειδή δεν μπόρεσαν ν’ αποκτήσουν ένα παιδί; Φτάνουμε στο σημείο να υποβιβάσουμε την κοινωνική τους θέση και ν’ αναρωτιόμαστε πώς αντέχουν τόσα χρόνια να ζουν μόνοι τους ή, ακόμη χειρότερα, ποιος θα κληρονομήσει μετέπειτα όλη αυτή την περιουσία, που με κόπο κατάφεραν να φτιάξουν.
Δικαιολογούμε την αγάπη τους για ταξίδια και συχνές εξόδους σαν υποκατάστατα στην απουσία των παιδιών. Κουνάμε με οίκτο το κεφάλι μας σε κάθε αναφορά του ονόματός τους από κοινούς γνωστούς, όμως δε διστάζουμε να πετάξουμε το δηλητήριό μας, συγκαλυμμένο με ψεύτικα χαμόγελα, κάθε φορά που βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί τους. «Μα τι ωραίο ζευγάρι που είστε! Άντε, με το καλό να ‘ρθει γρήγορα κι ένα μωράκι!».
Κάποια ζευγάρια έχουν μάθει ν’ αδιαφορούν σ’ αυτές τις αιχμές, χαμογελώντας και συγκατανεύοντας υπομονετικά, άλλα πιάνονται απ’ την οποιαδήποτε ευκαιρία κι αλλάζουν συζήτηση, ενώ ορισμένα το παίρνουν στην πλάκα και πασπαλίζουν τον πόνο τους με λίγο χιούμορ. Σπάνια, όμως, βρίσκεται κάποιος να σηκώσει το ανάστημά του και να πατάξει αυτού του είδους την αγένεια. Να δώσει στον άλλο να καταλάβει ότι πρέπει να κοιτάει τη δουλειά του και να σταματήσει να χώνει τη μύτη του εκεί που δεν τον σπέρνουν. Να εξηγήσει ότι ένα παιδί δεν έρχεται κατά παραγγελία και σίγουρα το να δημιουργείς άγχος στους υποψήφιους γονείς δεν είναι απ’ τους τρόπους που επισπεύδουν τη διαδικασία. Να κάνει τον άλλο να συνειδητοποιήσει ότι ένα ζευγάρι που θέλει πραγματικά ν’ αποκτήσει παιδί, μπορεί να καταφύγει και σε άλλους τρόπους, πέραν του παραδοσιακού.
Εκείνοι, σίγουρα, θα βρουν κάποια στιγμή τον τρόπο. Εμείς, άραγε, πώς θα μπορέσουμε ν’ αντεπεξέλθουμε με τα στερεότυπα που έχουν καταλάβει τον εγκέφαλό μας και με τον τρόπο που επιλέγουν κάθε φορά να εκδηλώνονται;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη