Λέγεται πως καθετί στη ζωή μας, απ’ το πιο μεγάλο ως το πιο μικρό, έχει αρχή, μέση και τέλος. Σχέσεις, έρωτες, επαγγελματικές συνεργασίες, όλα ξεκινούν με μία αφορμή, διαρκούν για κάμποσο και καταλήγουν κάποτε να σταματούν να υφίστανται.
Μαθαίνουμε από πολύ νωρίς να δρομολογούμε τις ασχολίες μας όπως το πλάνο μιας έκθεσης: πρόλογος, κυρίως θέμα, επίλογος. Απαγορεύεται ν’ αφήσουμε κάτι στη μέση, διότι σ’ αυτή την περίπτωση η ταμπέλα της αποτυχίας καραδοκεί στη γωνία, αναβοσβήνοντας σαν φωτεινή επιγραφή νέον.
Υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, εκείνες οι περιπτώσεις των ατόμων που αν κι υπεραγαπούν τα νέα ξεκινήματα, εντούτοις, μοιάζουν λες και βρίσκονται σε μόνιμη διαμάχη με τη σηματοδότηση του τέλους. Αρνούνται να βάλουν αυτή τη ρημάδα την τελεία, όχι γιατί έχουν σκοπό κάποια στιγμή να επιστρέψουν, αλλά διότι απλά δεν τους ενδιαφέρει να δοθεί ένα ξεκάθαρο τέλος. Αδιαφορούν παντελώς αν θα φτάσουν μέχρι τον επίλογο, αφήνοντας στη μέση ακόμη και το κυρίως θέμα. Αφού το ενδιαφέρον τους δεν εξάπτεται πλέον, ποιος ο λόγος να συνεχίσουν;
Τα άτομα αυτά, που από πολλούς χαρακτηρίζονται ως ανώριμα κι εγωκεντρικά, έχουν το λεγόμενο αίσθημα του ανικανοποίητου. Καταπιάνονται συνεχώς με καινούργια πράγματα, θέλοντας έτσι να βρουν μέσα σ’ αυτά εκείνο που τους στοιχειώνει και που, πολλές φορές, δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι τι στην ευχή μπορεί να είναι. Μόλις, όμως, ανακαλύψουν ότι η αναζήτησή τους δεν αποδίδει τα μέγιστα, τα παρατούν με τέτοια ευκολία που θα νόμιζε κανείς ότι ποτέ τους δε θέλησαν ν’ εμπλακούν σ’ αυτό. Τρέχουν από ‘δω κι από ‘κει χωρίς κάποιο μπούσουλα, αλλά με γνώμονα την καρδιά τους. Γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τη γνώμη του κόσμου και κοιτάζουν να περνάνε οι ίδιοι καλά μ’ όσα κάνουν.
Οι ανικανοποίητοι άνθρωποι μοιάζουν πολύ με τα μικρά παιδιά. Ενθουσιάζονται μόλις τους δώσεις ένα καινούργιο παιχνίδι, θα περάσουν κάμποσο διάστημα ασχολούμενα μονάχα μ’ αυτό, αλλά τη στιγμή που θα υποπέσει στην αντίληψή τους κάτι πιο εντυπωσιακό κι ενδιαφέρον, πετάνε στην άκρη το προηγούμενο και ξεκινάνε να παίζουν με το νέο τους απόκτημα. Μέχρι να εμφανιστεί και πάλι κάτι καινούργιο στο δρόμο τους.
Επιπολαιότητα; Βαρεμάρα; Τι είναι τελικά εκείνο που κάνει αυτούς τους ανθρώπους να μην μπορούν να στεριώσουν πουθενά; Να είναι καταδικασμένοι να περιφέρονται σαν άδικες κατάρες, έχοντας μονίμως στο βλέμμα και την ψυχή τους το αίσθημα της μη ικανοποίησης; Το αίσθημα ότι τίποτα δεν τους ταιριάζει ολοκληρωτικά;
Επί της ουσίας, το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι δεν έχουν κατορθώσει ακόμη να προσδιορίσουν αυτό που ψάχνουν. Γιατί μόλις μπορέσουν να αντιληφθούν τι είναι πραγματικά αυτό που αναζητούν, τότε μονάχα θα καταφέρουν να το βρουν και να δεθούν απόλυτα μαζί του. Μέχρι τότε, αρκούνται μονάχα σε πειραματισμούς και συλλογή εμπειριών μέσα απ’ αυτούς.
Τα «αιώνια παιδιά» ενθουσιάζονται εύκολα, εντυπωσιάζονται από απλά γεγονότα, αγαπούν με την καρδιά τους και φεύγουν χωρίς δισταγμό απ’ όλους κι απ’ όλα δίχως αποχαιρετισμούς και δακρύβρεχτα αντίο. Μοιάζουν να μην ανήκουν πουθενά, παρά μονάχα στα υψηλά στάνταρτ που έχουν θέσει για τον εαυτό τους. Κι αυτό το τελευταίο είναι ίσως ένα απ’ τα μεγαλύτερα εμπόδια που πρέπει να υπερνικήσουν: η διατήρηση των αξιών σ’ ένα κόσμο δίχως αξίες.
Γι’ αυτό, λοιπόν, αν είσαι από εκείνους που έχουν την τύχη να συναναστρέφονται ένα αιώνιο παιδί, μη βιαστείς να το κρίνεις αυστηρά. Συμπεριφέρσου σαν να είχες όντως ένα πιτσιρίκι μπροστά σου. Πιάσ’ το απ’ το χέρι και καθοδήγησέ το υπομονετικά προς τη σωστή κατεύθυνση. Αν πάλι δεν τα καταφέρεις, μην απογοητευτείς. Δεν πρόκειται να σου κρατήσει κακία. Αντιθέτως, θα σ’ ευγνωμονεί αιώνια για το μικρό σκαλοπάτι που βοήθησες ν’ ανέβει στη δική του κλίμακα προς την κορυφή. Κι ας μη στο πει ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη