Σύμφωνα με τους ψυχολόγους, η προσωπικότητα ενός ατόμου ξεκινά να διαμορφώνεται απ’ την παιδική του ηλικία. Αυτό σημαίνει πως ένα παιδί έχει δείξει ήδη απ’ τα μόλις πέντε του έτη κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, που μας βοηθούν να διακρίνουμε ορισμένες πτυχές του χαρακτήρα του.
Φυσικά, η ανάπτυξη της προσωπικότητας κάθε ατόμου δε σταματά εκεί. Αντιθέτως, θα λέγαμε ότι εξελίσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Μας αρέσει ή όχι, επομένως, οι άνθρωποι αλλάζουν, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
Παρ’ όλα αυτά, ο αντίκτυπος που έχουν τα πρώτα παιδικά χρόνια κάποιου στη μετέπειτα εφηβική κι ενήλικη ζωή του είναι σημαντικός. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ, πατέρας της ψυχαναλυτικής θεωρίας κι ένας απ’ τους πλέον βαθυστόχαστους αναλυτές του 20ου αιώνα, υποστηρίζει πως η ανάπτυξη συντελείται εξαιτίας των συγκρούσεων που υφίσταται το άτομο μεταξύ των ενορμήσεων κατά τα διαφορετικά στάδια της ωρίμανσης και του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Κάποιες απ’ αυτές τις συγκρούσεις βαίνουν ομαλώς κι επηρεάζουν το παιδί σε φυσιολογικά επίπεδα. Άλλες, όμως, που ενδεχομένως συντελούνται πιο έντονα, χαράσσουν την παιδική ψυχή κι αφήνουν σημάδια τα οποία την ακολουθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Έτσι εξηγούνται, λοιπόν, τα διάφορα παιδικά τραύματα που όλοι μας καλούμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε. Αν, για παράδειγμα, ένα παιδί στην προσπάθειά του να σκαρφαλώσει σ’ ένα δέντρο, έπεσε και χτύπησε, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το περιστατικό αυτό να το συνοδεύει σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Στη θύμηση του πόνου που είχε βιώσει, το συγκεκριμένο άτομο θ’ αρνείται να επιχειρήσει ξανά να σκαρφαλώσει σ’ οποιοδήποτε δέντρο, από φόβο μήπως και ξαναχτυπήσει.
Βέβαια, ο αντίκτυπος των παθημάτων της παιδικής μας ηλικίας δε σταματά εκεί. Αν ένα παιδί έχει συσσωρεύσει πολλά τέτοια τραύματα, τότε ο ενήλικος εαυτός του θα γίνει αρκετά επιφυλακτικός κι εσωστρεφής, δίχως αυτοπεποίθηση κι αυτοεκτίμηση.
Η οικογένεια, πρωτίστως, παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο τόσο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών, όσο και στην εξάλειψη των ψυχικών τραυμάτων τους. Ας ξεκαθαρίσουμε, όμως, κάτι σημαντικό. Οι γονείς δεν μπορούν ν’ αποτρέψουν πλήρως τα παθήματα που μέλλουν να συμβούν στο παιδί, ούτε και πρέπει. Όπως λέει κι ο σοφός λαός, «αν δεν πάθουμε, δε θα μάθουμε».
Εκείνο που σίγουρα, όμως, είναι σε θέση να κάνουν, είναι να μάθουν στα παιδιά τους πώς ν’ αντιμετωπίζουν τα παθήματά τους. Όταν κάποιος μαθαίνει για πρώτη φορά κολύμπι, λογικό είναι να βουλιάξει και να πιει άθελά του λίγο νερό. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να ξαναμπεί στη θάλασσα, αλλά, αντιθέτως, να εντείνει τις προσπάθειές του για να μάθει να κολυμπάει.
Έτσι, λοιπόν, κι οι γονείς οφείλουν να προτρέπουν τα παιδιά ν’ αντιμετωπίζουν κατά πρόσωπο τις δυσκολίες που τους παρουσιάζονται. Άλλοτε με τη δική τους βοήθεια κι άλλοτε αφήνοντάς τα μόνα τους, πρέπει να διδάξουν στα παιδιά ότι η λύση δεν είναι να τρέξουν μακριά απ’ το πρόβλημα, αλλά να μείνουν εκεί έως ότου το λύσουν.
Όλοι μας είμαστε ικανοί ν’ αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες που κατά καιρούς μας παρουσιάζονται. Κι αυτό είναι το σημαντικό· ν’ αντιληφθούμε εγκαίρως ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Κι όταν αυτό δεν μπορεί πάντα να συμβαίνει, να μην ντραπούμε να ζητήσουμε βοήθεια ή ν’ αποδεχτούμε την ήττα μας. Κανένας δε γεννήθηκε για να κερδίζει ή να χάνει συνεχώς.
Η παιδική μας ηλικία μας σημαδεύει περισσότερο απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε. Για τον λόγο αυτό, ας βοηθήσουμε όλοι μας τους μικρούς μπόμπιρες να την ζήσουν όσο πιο ξέγνοιαστα γίνεται. Κι αν καμιά φορά αυτό είναι δύσκολο, ας τους μάθουμε τουλάχιστον να μην απογοητεύονται. Γιατί μπορούν να τα καταφέρουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη