Όχι. Μια απλή, δισύλλαβη λέξη που χρησιμοποιείται κάθε φορά που θέλουμε να δείξουμε την άρνηση, την εναντίωσή μας σε κάτι. Με λίγα λόγια, σημαίνει ότι δε συμφωνούμε με τα λεγόμενα του συνομιλητή μας. Για κάποιους είναι ψωμοτύρι, την χρησιμοποιούν συνεχώς και φέρουν τη ρετσινιά των αρνητικών ατόμων. Για κάποιους άλλους, όμως, η διατύπωσή της δεν είναι τόσο απλή υπόθεση.
Για την ακρίβεια, υπάρχουν ορισμένοι που την μισούν αυτή τη λέξη. Δε θέλουν ούτε οι ίδιοι να την λένε, αλλά ούτε να την ακούν απ’ τους άλλους. Την αποφεύγουν, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Από πού πηγάζει, όμως, όλο αυτό το μίσος; Μπορεί μία τόσο μικρή λέξη να δημιουργεί τόσο έντονα συναισθήματα;
Η αλήθεια είναι πως δε φταίει η ίδια η λέξη, αλλά η χρήση της και, κυρίως, το αποτέλεσμα που επιφέρει. Για τους εχθρούς του «όχι» η λέξη αυτή συνεπάγεται απόρριψη, υποτίμηση κι αδιαφορία. Πιστεύουν ότι κάθε φορά που κάποιος αρνείται τα λεγόμενά τους, αυτομάτως τους υποβιβάζει, δε σέβεται τη γνώμη τους και προσπαθεί να τους παραγκωνίσει.
Για αρχή, ας χαλαρώσουμε. Το γεγονός ότι κάποιος απάντησε αρνητικά στην πρότασή σου ή δεν επιβεβαίωσε κάποιο επιχείρημά σου δε σημαίνει ότι δε σε γουστάρει και γι’ αυτό σε πολεμάει. Απλά η άποψή του διαφέρει απ’ τη δική σου. Όπως και να το κάνουμε, κάπως πρέπει να δείξει αυτή του την αντίθεση. Δε σκεφτόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Πάλι καλά να λέμε, γιατί φαντάσου έναν κόσμο όπου όλοι θα συμφωνούσαν σε όλα· βαρετός στη σκέψη του και μόνο.
Εσύ, όμως, γιατί τέτοια ξεροκεφαλιά στη χρήση του «όχι»; Εδώ ολόκληρος Μεταξάς το ξεστόμισε περήφανα κι έμεινε στην ιστορία, εσύ γιατί κολλάς να το πεις; Θα μου πεις, υπάρχει κι η ανασφάλεια. Σε συνδυασμό, δε, με την έλλειψη αυτοπεποίθησης, χρυσές δουλειές γίνονται.
Η αλήθεια είναι πως αποφεύγουμε ν’ αρνηθούμε οτιδήποτε σε οποιονδήποτε από φόβο, μήπως κι εκείνος με τη σειρά του αρνηθεί σ’ εμάς. Άσε που υπάρχει και το ενδεχόμενο να μη μας ξαναπροτείνει ποτέ τίποτα. Μετά εμείς τι θ’ απογίνουμε; Καλύτερα επομένως να δεχτούμε πάση θυσία αυτό που μας ζητά· κι ας δημιουργείται κάθε φορά αυτός ο κόμπος στο λαιμό μας –καταπίεση ονομάζεται–, κι ας μην έχουμε τον απαραίτητο χρόνο να το υλοποιήσουμε, κι ας μη θέλουμε στην ουσία να το κάνουμε. Ύστερα απ’ όλα αυτά, αλήθεια, μπορούμε να είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι;
Μπορεί η καταφατική απάντηση να μας κάνει αρεστούς στο συνομιλητή μας, η άρνηση όμως δείχνει ότι ξεχωρίζουμε. Δεν είπαμε να μη δέχεσαι μύγα στο σπαθί σου, αλλά να μη βάζεις συνέχεια στην άκρη τις δικές σου επιθυμίες για να εξυπηρετείς τους άλλους.
Δήλωσε ξεκάθαρα ότι δεν έχεις χρόνο για καφέ, όσο κι αν σε πιέζει εκείνος ο συνάδερφος να πάτε -είναι κι αυτό το ραντεβού που έχει μετά από δύο ώρες, πώς να σκοτώσει ο καημένος το χρόνο του; Πες «όχι» στους φίλους που σε πιέζουν για ακόμη μια φορά να πάτε στο μαγαζί που τραγουδάει εκείνος ο καλλιτέχνης, στο άκουσμα του οποίου βγάζεις φλύκταινες, εκείνοι όμως κόβουν φλέβα για πάρτη του.
Διαφοροποίησε τη στάση σου όταν κάτι δε γίνεται με τον τρόπο που θα ήθελες ή θα σου άρεσε. Αποδέξου τις επιθυμίες σου κι υποστήριξέ τες. Αποδέξου τον εαυτό σου. Μην τον χαραμίζεις άσκοπα για το χατίρι του καθενός. Το επιτηδευμένο, να ξέρεις, κάποια στιγμή θα φανεί. Κι ίσως αυτή η στιγμή αποβεί μοιραία για τη σχέση σου με τους άλλους.
«Όχι» σημαίνει απελευθέρωση. Ενδεχομένως, όχι πάντα. Αλλά κάποιες στιγμές κρίνεται αναγκαίο να σηκώσεις ψηλά το κεφάλι, να κοιτάξεις τον άλλο ευθεία στα μάτια και να του ξεκαθαρίσεις τις προθέσεις σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη