Καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι με εικόνες βίας, άλλοτε ωμής κι άλλοτε συγκαλυμμένης, που μας δείχνουν τη μη αποδοχή σε οτιδήποτε μοιάζει διαφορετικό απ’ αυτά που έχουμε συνηθίσει. Ρίχνουμε καχύποπτες ματιές σε άτομα με διαφορετικό χρώμα δέρματος, αγνοούμε τη σήμανση στο δρόμο για προτεραιότητα των ατόμων με αναπηρία και χλευάζουμε απροκάλυπτα ανθρώπους που βρήκαν το θάρρος να εκδηλώσουν ανοιχτά τη σεξουαλική ταυτότητα που τους χαρακτηρίζει και που μπορεί –για τους πολλούς– να μη συνάδει με το βιολογικό τους φύλο.
Το πρόβλημα, όμως, δεν περιορίζεται εκεί. Πολλές φορές επιχειρούμε να μεταλαμπαδεύσουμε τις ρατσιστικές μας απόψεις σε άλλα άτομα που δεν έχουν διαμορφώσει ακόμη τη δική τους, κυρίως λόγω ηλικίας. Γονείς συμβουλεύουν τα παιδιά τους να μην παίζουν με τους αλλοδαπούς συνομηλίκους τους, με το πρόσχημα ότι θα τους κάνουν κακό και θα μπλέξουν. Φτάσαμε στο σημείο να δικαιολογούμε το ρατσισμό, οχυρώνοντάς τον με κάθε λογής επιχειρήματα: «οι ξένοι» ευθύνονται για την ανεργία, την εγκληματικότητα και γενικώς, εξαιτίας τους η κοινωνίας μας πηγαίνει κατά διαόλου.
Ο ρατσισμός είναι μία κατάσταση που κτίζεται σιγά-σιγά, χωρίς να προϋπάρχει. Κανένα παιδί δε γεννήθηκε μισώντας εξαρχής άτομα με διαφορετική κουλτούρα, θρησκεία και σεξουαλικό προσανατολισμό. Ακούγοντας, όμως, συνεχώς απ’ το στενό του περιβάλλον πόσο επικίνδυνο είναι να συσχετίζεται με ανθρώπους που είναι εμφανώς διαφορετικοί απ’ αυτό, μαθαίνει να μην εμπιστεύεται το άγνωστο. Κι όχι μόνο να μην το εμπιστεύεται, αλλά να το μισεί, να βιαιοπραγεί σε βάρος του, μήπως με τα πολλά καταφέρει να το φέρει στον ίσιο δρόμο, εκείνον δηλαδή που επιδοκιμάζει την ομοιομορφία και κατακρεουργεί καθετί ποικιλόμορφο.
Η ημιμάθεια είναι εκείνη που σιγοντάρει το ρατσισμό. Κι εκείνη, ως γνωστόν, είναι χειρότερη της αμάθειας. Νομίζουμε ότι ξέρουμε, αλλά στην ουσία δε γνωρίζουμε απολύτως τίποτα. Αναπαράγουμε σαν παπαγάλοι ό,τι τυγχάνει να πιάσει το αφτί μας και ξεχνάμε να βουτήξουμε τη γλώσσα μας μέσα στο μυαλό μας. Δε μας ενδιαφέρει τι ειπώθηκε, αλλά το πρόσωπο που το διατύπωσε. Αν η θέση του βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη συνείδησή μας, αυτομάτως τα λεγόμενά του αποκτούν κύρος και, φυσικά, δεν περνούν από καμιά λογοκρισία. Και συνεχίζουμε έτσι να ζούμε στην άγνοιά μας.
Ο ρατσισμός εκδηλώνεται με βία, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν καταστέλλεται μέσω αυτής. Η λύση είναι πιο απλή απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Αρκεί μόνο να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση των ανθρώπων που γίνονται αποδέκτες της καχυποψίας μας. Θα μας άρεσε, άραγε, να έκαναν σ’ εμάς το ίδιο; Ή, ακόμα χειρότερα, να ήταν το παιδί μας στη θέση των περιθωριοποιημένων συμμαθητών που όλοι αποφεύγουν;
Δεν είναι κακό να παραδεχτείς ότι δεν ξέρεις. Το άσχημο είναι όταν έχεις επίγνωση της άγνοιάς σου, αλλά, παρ’ όλα αυτά, επιμένεις από εγωισμό να την υποστηρίζεις. Αν δεν είσαι σίγουρος, ρώτα. Ψάξε να μάθεις τη διαφορά ανάμεσα στον «ομοφυλόφιλο» και τον «αμφιφυλόφιλο». Άνοιξε βιβλία, διάβασε άρθρα, περιηγήσου σε αντίστοιχα sites στο διαδίκτυο. Οργάνωσε ταξίδια στο εξωτερικό και δες από κοντά την καθημερινότητα των «διαφορετικών» ανθρώπων που τόσο φοβάσαι. Θα εκπλαγείς απ’ τις ομοιότητες που θ’ ανακαλύψεις σε σχέση με τη δική σου. Κάνε μια βόλτα στις «κακόφημες» συνοικίες της πόλης σου, εκείνες που από μικρός έμαθες ν’ αποφεύγεις και παρακολούθησε για λίγο τη ζωή που κυλά μέσα τους. Αυτοί οι άνθρωποι μοιράζονται τους ίδιους φόβους με σένα, τις ίδιες χαρές και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Ρατσιστής γίνεσαι και δε γεννιέσαι, αλλά ευτυχώς ξεγίνεσαι κιόλας, ευκολότερα απ’ ό,τι νόμιζες. Αρκεί να το συνειδητοποιήσεις βαθιά μέσα σου. Να μπορέσεις ν’ αντιληφθείς ότι αν αφαιρέσεις τις διαφορές, η βάση είναι η ίδια. Άνθρωποι είμαστε όλοι, που θέλουμε να ζήσουμε, να ερωτευτούμε, ν’ απολαύσουμε τις χαρές της ύπαρξής μας, ευτυχισμένοι έτσι όπως είμαστε, χωρίς να χρειαστεί ν’ απολογηθούμε γι’ αυτό ποτέ και σε κανέναν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη