«Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο» τραγούδησε με μεγάλη επιτυχία ο Αλκίνοος και καθώς φαίνεται, αρκετοί πήραν τοις μετρητοίς τα λόγια του. Μόλις αρχίζει να βραδιάζει, φορείς εκατομμυρίων νταλκάδων σπεύδουν στο πλησιέστερο μπαρ κι ακουμπούν αγόγγυστα το μεροκάματο προκειμένου να βρουν παρηγοριά στη γλυκιά ζάλη που προσφέρει απλόχερα το αλκοόλ.
Βλέμματα που ξεχειλίζουν τεράστια «γιατί;» και μπαρίστες γεμάτοι κατανόηση, που εύκολα μπορούν να βάλουν τα γυαλιά σε επαγγελματίες ψυχολόγους με πέντε μεταπτυχιακά διπλώματα, συνθέτουν τις φιγούρες μιας σύγχρονης τραγωδίας. Οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σ’ αυτήν; Πάμπολλοι. Σκάρτα τυπάκια με προσωπεία κολλητών φίλων, πρώην εραστές που εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς και τιποτένιοι εργοδότες που δεν κατάφεραν να εκτιμήσουν την αξία μας. Ένα γαϊτανάκι τρόμου που γυρίζει ολοένα και πιο γρήγορα γύρω από τον τραγικό ήρωα, που δεν είναι άλλος από μας, τους κακόμοιρους βιοπαλαιστές, θύματα αγάπης κι εμπιστοσύνης.
Η βότκα έγινε πλέον η καλύτερή μας φίλη και η τεκίλα συνοδοιπόρος σε ατέλειωτα ξενύχτια. Σηκώνουμε το ποτήρι φωνάζοντας «Άσπρο πάτο!», θέλοντας ουσιαστικά να ουρλιάξουμε σ’ όλους ένα «Άι στο διάολο». Αδειάζουμε βιαστικά το περιεχόμενό του στον οισοφάγο μας κι αισθανόμαστε επιτέλους εκείνο το πολυπόθητο κάψιμο που θα μας βοηθήσει να τα ξεχάσουμε όλα. Το βλέμμα και το μυαλό θολώνουν κι οι σκέψεις γίνονται ευχάριστες. Το χαμόγελο επιστρέφει στο πρόσωπό μας και νιώθουμε πλέον έτοιμοι να επιστρέψουμε σπίτι, οπλισμένοι με τη βοήθεια ενός ισχυρού συμμάχου που προσκυνάμε ευλαβικά τους τελευταίους μήνες: της Αγίας Φιάλης.
Γίναμε ένα με το σκοτάδι, μισώντας μέχρι θανάτου τη μέρα και το φως της. Ο ερχομός τους σηματοδοτεί την αλήθεια που με τη σειρά της φέρνει όλα εκείνα που θέλουμε να ξεχάσουμε. Ξυπνάμε και μαζί μας ξυπνάει ο λόγος της παραίτησής μας από την ενεργό δράση. Ξαφνικά όλα ξεθαμπώνουν κι έρχονται στην επιφάνεια η θλίψη κι ο πόνος. Γινόμαστε ανυπόμονοι, νευρικοί, λαχταράμε πώς και πώς να έρθει η νύχτα για να συναντήσουμε και πάλι την καλή μας φίλη που μόνο αυτή μας καταλαβαίνει και –για φαντάσου- κάθε βράδυ εμφανίζεται με διαφορετικό όνομα: τζιν, βότκα, ουίσκι, τεκίλα, κρασί…
Τα προβλήματα πολλά, όμως η λύση βρέθηκε. «Άσπρο πάτο, παιδιά!». Δίνεις μία προς τα πίσω με το κεφάλι, λες και χτυπάς μ’ αυτόν τον τρόπο την ίδια τη ζωή που σ’ έφερε σ’ αυτά τα χάλια. Θα της δείξεις εσύ! Δε θα την αφήσεις να σε κερδίσει!
Προς πληροφόρησή σου, μέχρις εδώ, η μόνη που φαίνεται να κερδίζει είναι εκείνη η καλή σου φίλη με τα πολλά ονόματα. Κι ο ιδιοκτήτης του μπαρ που χτυπάς κάρτα καθημερινώς. Ο απόλυτος ηττημένος της υπόθεσης είσαι εσύ που επαναπαύτηκες στην καινούργια σου συνήθεια και βολεύτηκες στην εύκολη λύση της βραδινής κραιπάλης. Έκανες το μεθύσι καθημερινότητά σου και παραιτήθηκες στο πιο κρίσιμο σημείο. Άνοιξες το στόμα σου κι άρχισες να εκσφεντονίζεις κατηγορώ δεξιά κι αριστερά, αλλά έκλεινες τα μάτια σου κάθε φορά που κάποιος πήγαινε να στ’ ανοίξει και να σου δείξει το δικό σου μερίδιο ευθύνης.
Πόσο νομίζεις ότι θ’ αντέξεις έτσι; Εβδομάδες; Μήνες; Κάποια στιγμή η αλήθεια θα χτυπήσει και τη δική σου πόρτα ζητώντας τα ρέστα της. Αλήθεια, πώς προτιμάς να σε βρει; Ετοιμοπόλεμο κι αποφασισμένο ή υποβασταζόμενο από εφήμερα δεκανίκια; Όλα τα φώτα στρέφονται επάνω στη δική σου κρίση.
Και για το τέλος, άκου κι αυτό: «Εις υγείαν» θα λες από δω και στο εξής, απολαμβάνοντας γουλιά- γουλιά το ποτό σου.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά