Τίποτα δεν έχει τόση δύναμη ώστε να μπορεί να σταματήσει την επέλαση του έρωτα. Κανένας πόλεμος, καμία κρίση, καμία διαμάχη. Όταν βάζεις απαγορευτικό στον έρωτα, είναι σαν να τον προσκαλείς να έρθει. Σαν να του λες «έλα, πέρνα και σάρωσε τα πάντα».
Ο έρωτας είναι αναιδής κι εκδικητικός μ’ εκείνους που προσπαθούν να τον κάνουν στην άκρη. Τσαλαπατάει με οργή τα λουλούδια και τα χαμόγελα που σου προσφέρει αρχικά και δε διστάζει να σου ρίξει κι ένα γερό χαστούκι. Θα ερωτευτείς, θες-δε θες. Αρκεί που το θέλει εκείνος.
Άσε, λοιπόν, στην άκρη τις δικαιολογίες περί ανειλημμένων υποχρεώσεων και κάνε γι’ ακόμη μια φορά αυτό που υποσχέθηκες στον εαυτό σου να μην ξανακάνεις ποτέ σου. Να τα ρημάξεις όλα για χάρη του έρωτα. Για χάρη εκείνου που σε ανάστησε, μόνο και μόνο για να σε ξαναδεί να πεθαίνεις. Μία φορά ποτέ δεν είναι αρκετή.
Άσε, λοιπόν, τις δικαιολογίες, κλείσε τα μάτια κι αφέσου. Δώσε το χέρι σου στον έρωτα κι επίτρεψέ του να σε οδηγήσει όπου εκείνος γουστάρει. Σου ψιθυρίζει κολακείες στ’ αφτί, προκειμένου να μην έχεις καμιά αμφιβολία για το ποιόν του. «Δεν μπορεί» λες «φαίνεται τόσο καλός και στοργικός. Αποκλείεται να μου κάνει κακό».
Εκεί είναι που την πατάς. Όμως ο έρωτας δεν έχει πρόθεση να επιτεθεί ακόμη. Όχι πριν σου δείξει όλα τα λουλούδια και τα χαμόγελα που είναι ικανός να σου χαρίσει. Σε περιφέρει στον μπαξέ του και σου προσφέρει λεπτομερή ξενάγηση, λέγοντας: «Κοίτα! Δικά σου είναι όλα αυτά! Αρκεί να μ’ εμπιστευτείς».
Διότι αυτό είναι το χειρότερο. Όταν κάποιος σε σπρώχνει για να πέσεις, είναι απλώς κακός. Όταν, όμως, αυτός ο κάποιος σε παίρνει πρώτα αγκαλιά και τη στιγμή που πας να την ανταποδώσεις, σου δίνει μία για να πέσεις, αυτός, φίλε μου, είναι πραγματικός σαδιστής. Και μάντεψε σε ποια κατηγορία ανήκει ο έρωτας.
Η ιστορία, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Ο έρωτας έχει πραγματικά γαϊδουρινή υπομονή. Μπορεί να περιμένει μήνες, ακόμη και χρόνια, μέχρι να πάρει αυτό που θέλει. Αφού, λοιπόν, σ’ έχει εντυπωσιάσει με τις ικανότητές του, παίρνεις τη μεγάλη απόφαση και ξεστομίζεις εκείνο το πολυπόθητο «Ναι!», αυτό για το οποίο είσαι σίγουρος ότι θα σου χαρίσει την ευτυχία που έψαχνες τόσο καιρό. Τέρμα πια οι περιπλανήσεις. Ώρα να χαρούμε τα κάλλη του έρωτα.
Η στιγμή που όλοι περιμέναμε, έφτασε. Εκεί που σκύβεις για να κόψεις το πρώτο μπουμπουκάκι απ’ τον κήπο που νομίζεις για δικό σου, τότε είναι που τρως μια γερή κλοτσιά, τόσο δυνατή που σε πετάει έξω απ’ τον μπαξέ, μακριά απ’ την αγκαλιά του έρωτα. Ξαφνικά βρίσκεσαι μόνος μες στο σκοτεινό δάσος, να τρέμεις απ’ το κρύο και να φωνάζεις μ’ όλη σου τη δύναμη «Έρωτα! Πού είσαι;».
Καμία απάντηση. Ο έρωτας δεν είναι εκεί, δε σ’ ακούει καν, έχει τσιμπήσει ήδη το επόμενο υποψήφιο θύμα του. Σηκώνεσαι κι αρχίζεις να τρέχεις από ‘δω κι από ‘κει χωρίς μπούσουλα, χωρίς να ξέρεις πού πηγαίνεις και τι πρέπει να κάνεις. Κλαις, γιατί μόνο αυτό σου έμεινε να κάνεις. Λυγμοί πνίγουν τις φωνές σου και βρίσκεσαι πάλι στο έδαφος, κουλουριασμένος και μόνος. Νιώθεις αφελής κι ευκολόπιστος, και καλά –επομένως– να πάθεις, γιατί σου άξιζε.
Τότε, όμως, μέσα σε δάκρυα και μαύρες σκέψεις, κάπου στο βάθος εμφανίζεται ένα φως. Στην αρχή μικρό, μα όσο περνά η ώρα, όλο και μεγαλώνει. Σταματάς τους οδυρμούς, σκουπίζεις τα μάτια σου και κοιτάς προσεκτικά. Ναι, δεν έκανες λάθος. Το φως όλο και πλησιάζει, ώσπου φτάνει δίπλα σου. Σταματά και σε κοιτάζει. Το κοιτάζεις κι εσύ. Δεν κρυώνεις πια, η ζέστη του σε τυλίγει σφιχτά. Το σκοτάδι έχει εξαφανιστεί. Τα δάκρυα στέγνωσαν και νιώθεις πλέον έτοιμος να ξανασταθείς στα πόδια σου.
Πλησιάζεις ακόμη περισσότερο κι ανοίγεις διστακτικά τα χέρια. Αφήνεις το φως της αγάπης να μπει μέσα σου και να σ’ εξαγνίσει. Γιατί η αγάπη δεν είναι έρωτας. Κι ο έρωτας δεν είναι αγάπη.
Να το θυμάσαι. Η αγάπη μπορεί ν’ αργήσει, όμως θα ‘ρθει. Και τότε «όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια θα ‘ναι δικά μας».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη