Μια χελώνα είδε κάτι πλάσματα, βγήκε ευθύς αμέσως απ’ το καβούκι της και τους είπε: «Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω! Για την ακρίβεια, δε χάρηκα απλά, σας είδα και πέταξα απ’ τη χαρά μου!». Εκείνη την ώρα, την κοίταξαν φανερά νευριασμένα. «Πώς πέταξες, βρε χελώνα, απ’ τη χαρά σου; Πουλί είσαι για να πετάξεις; Εσύ δε σώνεις καλά-καλά να περπατήσεις και θα πετάξεις κιόλας; Γι’ αυτό μη μας κοροϊδεύεις και μη μας καμώνεσαι πως χαίρεσαι τόσο με τον ερχομό μας», της είπαν, λοιπόν και πίστευαν πως η χελώνα αφού τους είπε ψέματα πως πέταξε, άρα θα τους έλεγε και ψέματα πως χάρηκε.
Η δόλια η χελώνα, τότε, μπήκε ξανά στο καβούκι της κι αναρωτιόταν τι το τόσο κακό είχε κάνει, πια, μιας και τους άκουγε ακόμη να ψιθυρίζουν μεταξύ τους: «την ψεύτρα, που θα μας πει και πως πέταξε, η υποκρίτρια» και δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει γιατί δεν την πίστεψαν, όταν ισχυρίστηκε πως χάρηκε που τους είδε.
Σαν αυτήν τη χελώνα, λοιπόν, μπορεί να την πάθουμε κι εμείς, κι επειδή ίσως να υπερβάλουμε λίγο στις αντιδράσεις μας, να μας πουν πως προσποιούμαστε. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως η χελώνα μπορεί να μην πέταξε, μεν, μα δε σημαίνει, όμως, και πως δε χάρηκε.
Καταρχάς, όταν η χελώνα έδειξε με υπερβολικό τρόπο τη χαρά της όταν τους είδε, ίσως να ήθελε, με αυτόν τον τρόπο, να σιγουρευτεί πως οι άλλοι θα το καταλάβαιναν πόσο πολύ ενθουσιάστηκε με τον ερχομό τους. Έτσι και εμείς, προκειμένου να είμαστε σίγουροι πως δείχνουμε τα συναισθήματά μας, μπορεί να υπερβάλουμε στις αντιδράσεις μας. Στην προσπάθειά μας, επομένως, να αποδείξουμε σε κάποιον την εκτίμησή μας και να βεβαιωθούμε πως θα την εμπεδώσει, μπορεί να προσφύγουμε και σε μιαν υπερβολή, χωρίς να σημαίνει, όμως, πως αναιρεί το πραγματικό συναίσθημά μας.
Όταν δείχνουμε με υπερβολικό τρόπο τα συναισθήματά μας, δε σημαίνει πως δεν τα εννοούμε, μα πως ίσως το κάνουμε από μια ανάγκη μας να φανούμε συμπαθητικοί. Μπορεί, δηλαδή, να προσποιηθούμε στ’ αλήθεια στο ύφος και να πούμε κάτι με επίπλαστο τρόπο, μα να το αισθανόμαστε κιόλας ταυτόχρονα. Μπορεί να προσποιηθούμε, πραγματικά, στην εκδήλωση ενός συναισθήματος, δηλαδή, για να δείξουμε, μεταξύ άλλων, πως είμαστε και εκλεπτυσμένοι και ό,τι άλλο έχουμε ανάγκη να επιδείξουμε.
Τέλος, μπορεί να συμπεράνουν πως προσποιούμαστε όταν εκφραζόμαστε υπερβολικά, όταν οι άλλοι τείνουν να βλέπουν σ’ όλα έναν κακό σκοπό. Θα πουν λόγου χάρη «α, να, τώρα μου λέει πως πέταξε από χαρά που με είδε, για να συγκινήσει την καρδιά μου και να πάρει το τάδε πράγμα από εμένα». Κι έτσι, λοιπόν, αποδίδουν ένα ειλικρινές συναίσθημα που είναι εκφρασμένο κάπως έντονα, σε έναν πανούργο σκοπό μας να τους δελεάσουμε, τάχα, για να επωφεληθούμε απ’ εκείνους.
Κι έτσι, λοιπόν, η χελώνα δεν ήξερε πια τι έπρεπε να πει και τι όχι, κάθε που κάποιος την πλησίαζε, για να μην τα πάρει και θυμώσει μαζί της. Ώσπου, κάποια στιγμή έπαψε να σκοτίζεται για το τι θα πίστευε ο καθένας κι έλεγε ότι της πρόσταζε η καρδιά της και σκασίλα της κι αν την πίστευαν αν πέταξε ή αν όχι, απ’ τη χαρά της.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου