Μια κότα έκανε ανέμελη τη βόλτα της ως τη στιγμή που σταμάτησε απότομα έξω από ένα άλλο κοτέτσι. «Δεν μπορεί να ειν’ αυτό που φαντάζομαι», μουρμούρισε κι ευθύς έσκυψε και σήκωσε πάνω το εύρημά της. «Αυτό είν’ το φτερό του κόκορά μας;», αναρωτήθηκε κι έπιασε το δρόμο για το δικό της κοτέτσι.
Σταμάτησε, τότε, εμπρός απ’ τον κόκορα. «Όχι, δε θα φανώ πάλι εγώ η κότα, που σαν υστερικιά ζητά εξηγήσεις για τα πάντα», συλλογίστηκε πριν μιλήσει. «Δε θα τον ρωτήσω, λοιπόν, αν πήγε στο αντικρινό κοτέτσι, παρά θα του κάνω μερικές ερωτήσεις και θα καταλάβω εγώ απ’ τις εκφράσεις του προσώπου του, με το αλάνθαστο ένστικτό μου, αν τόλμησε ο αλαφιασμένος να πατήσει το πόδι του σ’ αυτό».
«Αχ, κόκορα», άρχισε λοιπόν η κότα. «Να ‘ξερες πόσο πολύ μοσχοβολάει το αντικρινό μας κοτέτσι». Κι ύστερα, επέμεινε. «Θα ‘θελα να ‘ξερα πόσα αβγά γεννοβολούν σ’ αυτό. Έχεις μήπως εσύ καμία ιδέα να με βγάλεις απ’ την άγνοιά μου, καλέ μου;». Κι έπειτα, «Αχ, ό,τι μου ζητούσες θα στο έδινα, φτάνει να ‘ξερες να μου πεις τι θερμοκρασία έχουν σ’ αυτό το κοτέτσι».
Σαν αυτήν την κότα, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς πολλές φορές και δε ρωτάμε ευθέως το σύντροφό μας αν έχει προβεί σε κάποια αξιόμεμπτη ενέργεια, παρά προσπαθούμε εμμέσως και με υπονοούμενα, να καταλάβουμε αν την έχει πραγματικά κάνει.
Καταρχάς η κότα δε ρώτησε ευθέως τον κόκορα αν πάτησε το πόδι του στο αντικρινό κοτέτσι, μιας και δεν ήθελε να εκτεθεί και να φανεί πως πάλι πήγε να κάνει σκάνδαλο δίχως λόγο. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, προτιμούμε με έμμεσο τρόπο να καταλάβουμε αν ο σύντροφός μας έκανε κάτι κατακριτέο, προκειμένου να μη μας πει, αν δεν είναι τελικά αλήθεια πως πάλι βάζουμε κακό με το μυαλό μας και πως όλο θέλουμε να δημιουργούμε προβλήματα.
Επιπλέον, προσπαθούμε με έμμεσο τρόπο να καταλάβουμε αν ο σύντροφός μας έκανε κάτι αξιόμεμπτο και δεν τον ρωτάμε ευθέως, μιας και πιστεύουμε πως «εμείς ξέρουμε να διαβάζουμε τους ανθρώπους» και πως και χωρίς να ρωτήσουμε το παραμικρό μπορούμε απ’ τις αντιδράσεις του και μόνο, από μια μικρή σύσπαση του προσώπου του, να καταλάβουμε αν έχει κάνει κάτι κακό ή όχι. Έτσι, λοιπόν, θαρρούμε πως «εμείς δεν πέφτουμε ποτέ έξω στις κρίσεις μας για τους ανθρώπους» και θεωρούμε πως είναι περιττό να ρωτήσουμε, μιας και το ευφυές μας ένστικτο ουδέποτε λαθεύει.
Τέλος, έτσι κι αλλιώς, ο σύντροφός μας δεν πρόκειται να παραδεχτεί μιαν αξιόμεμπτη πράξη του στην περίπτωση που τον ρωτήσουμε στα ίσα. Κι έτσι προτιμούμε με άλλες ερωτήσεις, φαινομενικά άσχετες -μα που στην πραγματικότητα έχουν άμεση σχέση με το συμβάν που θέλουμε ν’ αποκαλύψουμε- να καταλάβουμε αν έχει κάνει κάτι ή όχι. Μη ρωτώντας τον ευθέως για κάτι, πιστεύουμε, επιπλέον, πως θα είναι νομίζει πως δεν έχουμε ιδέα για ό,τι έκανε και πως έτσι αφύλαχτος σαν θα είναι, θα μπορέσει πιο εύκολα να ξεσκεπαστεί.
Κι ο κόκορας, λοιπόν, κάποια στιγμή διέκοψε την κότα και της είπε. «Προς τι όλο αυτό το ενδιαφέρον, κότα, για το αντίπαλο κοτέτσι;». Κι η πανέξυπνη κότα δεν άντεξε και του ρίχτηκε: «Ώστε σου το θίξαμε το απέναντι κοτέτσι, ε; Ώστε δε θες να το πιάνουμε στο στόμα μας, ε; Ώστε σε πονάει να μιλάμε γι’ αυτό, ε;». Κι ο κόκορας, συνηθισμένος πια σ’ αυτά, έμεινε να την κοιτάει ακίνητος, αμίλητος, ασυγκίνητος.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.