Υπήρχε κάποτε ένας σπόρος που δεν ήθελε να φυτρώσει. Στις αρχές, περίμενε με λαχτάρα να εξελιχθεί και να γίνει ένα όμορφο λουλούδι. Όταν, όμως, έφθασε η ώρα που τα πρώτα του φύλλα ήταν έτοιμα να ξεπεταχτούν, ο σπόρος άλλαξε ολότελα στάση κι άρχισε να δυσφορεί με το μεγάλωμά του.
Οι άλλοι σπόροι έβλεπαν τη δυσαρέσκειά του και δεν τον καταλάβαιναν. «Αυτή δεν είναι η κανονική ροή της ζωής μας, να φυτρώνουμε; Τι σ’ έπιασε και δε θέλεις ν’ ακολουθήσεις τη φυσική σου εξέλιξη;» τον ρωτούσαν, απορημένοι. Κι ο σπόρος μας, τότε, απλώς κατσούφιαζε, καθώς δεν κατείχε μιαν καλοδουλεμένη απάντηση να τους δώσει, μιας κι ο ίδιος δεν ήξερε, καλά-καλά, τι ήταν αυτό που τον τρόμαζε τόσο πολύ με το μεγάλωμά του.
Σ’ αυτό το σημείο, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι έπιασε τον σπόρο μας μιαν ώρα πριν τη φυσική του εξέλιξη και δεν ήθελε να φυτρώσει και θα δούμε, γενικά, γιατί μερικοί άνθρωποι δυσφορούμε μόλις βλέπουμε ότι μια σχέση μας ακολουθεί κι αυτή τη φυσική της πορεία κι αρχίζει, δηλαδή, να εξελίσσεται σε πιο σοβαρή.
Καταρχάς, μπορεί ο σπόρος μας να ήταν τελειομανής και με το που πλησίαζε η ώρα του να φυτρώσει, ν’ άρχιζε να τον κατατρώει η αγωνία πως μπορεί ως λουλούδι να μην έβγαινε τόσο καλός και πως ίσως να μην κατάφερνε ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικές βλέψεις που είχε ο ίδιος για τον εαυτό του. Κι εμείς, λοιπόν, όταν φτάνει η ώρα να μπούμε σε μια σχέση, αρχίζουμε ν’ αμφιβάλλουμε για τον αν θα μπορούμε να ‘μαστε όσο καλοί θα θέλαμε. Έτσι, πιστεύοντας πως μπορεί και να μην είμαστε οι τέλειοι σύντροφοι, προτιμούμε καλύτερα ν’ αποφύγουμε τη σχέση, καθώς δεν καταδεχόμαστε να προσφέρουμε τίποτα κατώτερο απ’ αυτό που στο μυαλό μας ορίζουμε σαν «εξαιρετικό».
Μπορεί να υπήρχε, όμως, κι ο φόβος του σπόρου ότι δε θα μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στις προσδοκίες που θα είχαν οι άλλοι γι’ αυτόν. Αν περίμεναν, δηλαδή, να φυτρώσει και να γίνει ένα σπουδαίο λουλούδι, μα αντ’ αυτού, εκείνος γινόταν έναν απαίσιο, γελοιωδέστατο λουλουδάκι; Κι εμάς, επομένως, με τον ίδιο τρόπο, μας τρομάζει το ενδεχόμενο ότι μπορεί και να μην είμαστε αυτός ο υπέροχος σύντροφος, που θα ‘θελε να ‘χει κοντά του κάποιος. Κι έτσι, λοιπόν, προκειμένου να μην τον δούμε ν’ απογοητεύεται που μας επέλεξε, τον κρατάμε μακριά μας, καθώς βεβαιωνόμαστε μέρα με τη μέρα, πως δε θα έχουμε όλα αυτά που γυρεύει.
Ίσως, όμως, ο σπόρος μας να έβλεπε ένα σωρό άλλους σπόρους να φυτρώνουν και να καταπατούνται, πριν καλά-καλά προλάβουν ν’ ανθίσουν. Κι έτσι, το ενδεχόμενο να φυτρώσει και να καταστραφεί αμέσως, τον έκανε να μη θέλει ν’ ανθίσει. Το γεγονός, δηλαδή, πως βλέπουμε πολλές σχέσεις να τελειώνουν γρήγορα, μπορεί να μας κάνει να πιστεύουμε πως κι η δική μας σχέση θα ‘χει αυτή την εξέλιξη κι έτσι να μη θέλουμε να ξεκινήσουμε κάτι, μιας και θεωρούμε πως σύντομα κι άδοξα θα τερματιστεί.
Τέλος, μπορεί ο σπόρος να φοβόταν πως όταν θα φύτρωνε, δε θα μπορούσε να ξέρει αν θα ήταν πάντα ανθισμένος ή αν θα μαραινόταν, και να μην μπορούσε να βαστάξει την αστάθειά του αυτή που προέβλεπε. Κι εμείς, λοιπόν, όταν είμαστε ασταθείς ως χαρακτήρες κι είμαστε τη μία «ανθισμένοι» και την άλλη «μαραμένοι», προτιμούμε να μην μπούμε σε μια σχέση, καθώς δε θέλουμε να αναγκάσουμε τον άλλο να υποστεί τα πάνω-κάτω του χαρακτήρα μας, μα κι επειδή εμείς θα νιώθουμε κάθε στιγμή πως δε θα του αρέσουν οι πιο «μαραμένες» πλευρές μας που θα βλέπει.
Κι έτσι, λοιπόν, ο σπόρος μας μπορεί να μην ήθελε να φυτρώσει, μα βλέπουμε πως μόνον ο φόβος του ήταν εκείνος που τον έκανε να δυσφορεί με το μεγάλωμά του. Μέσα του, κατά βάθος, λαχταρούσε ν’ ανθίσει, καθώς ποιος δε θέλει ν’ ακολουθεί τη φυσική του εξέλιξη;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη