Ένα γουρούνι όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν έβαζε ένα αίνιγμα στα ζώα και τα ρωτούσε: «Όταν είσαι κοντά του, θέλεις να βρεθείς μακριά του, μα κι όταν πας μακριά του, ακόμη έχεις στη μύτη σου τη μυρωδιά του. Τι είναι;».
«Μα, φυσικά, η βρομερή μεγαλειότητά μου», αποκρινόταν έπειτα μοναχό του το γουρούνι και χαχάνιζε, τάχα, που κανένα ζώο δεν ήθελε να βρίσκεται κοντά του, λόγω της αποκρουστικής μυρωδιάς του.
Και καμωνόταν, λοιπόν, πως καθόλου δεν το πείραζε που η οσμή του απομάκρυνε τα υπόλοιπα ζώα απ’ αυτό. Ωστόσο, βαθιά μέσα του, κάθε φορά που έθετε το αίνιγμά του είχε την ελπίδα πως ένα πλάσμα θα πεταγόταν και θα του ‘λεγε: «Τα παραλές, γουρούνι. Δεν είναι και τόσο τραγική η μυρωδιά σου». Σαν αυτό το γουρούνι, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς πολλές φορές κι αναφέρουμε συνέχεια ένα πρόβλημά μας και παριστάνουμε πως γελάμε κιόλας μ’ αυτό, μα η αλήθεια είναι πως ίσως και να μας πειράζει, παρόλο που δείχνουμε το αντίθετο.
Καταρχάς, όπως το γουρούνι παρουσίαζε το πρόβλημά του και γελούσε, καθώς λαχταρούσε από ένα πλάσμα να του πει: «εντάξει, δεν είναι και τόσο άσχημη η οσμή σου», έτσι κι εμείς, αναφέρουμε ως αστείο έναν προβληματισμό μας, περιμένοντας ν’ ακούσουμε κάτι που θ’ αποδεικνύει ότι το θέμα μας δεν είναι και τόσο σοβαρό. Το πιο σημαντικό σ’ αυτήν την περίπτωση είναι πως δε θα μας ανακουφίσουν επειδή θα μας λυπηθούν, καθώς θα γελάμε όταν θα θέτουμε το πρόβλημα που μας απασχολεί και θα το παρουσιάζουμε ως αστείο κι όχι ως κάτι που μας πληγώνει.
Όταν το γουρούνι έλεγε μοναχό του για την άσχημη μυρωδιά του, ίσως να ήθελε να δείξει σ’ όλους πως είναι πολύ άνετο μ’ αυτήν και πως δεν την λογαριάζει για μειονέκτημα. Παρουσιάζοντας οι ίδιοι ένα μειονέκτημά μας και γελώντας μ’ αυτό, είναι σαν να θέλουμε ν’ αποδείξουμε στους άλλους πως δε μας πειράζει καθόλου και πως, παρόλο που υπάρχει, δε σκοτιζόμαστε και πολύ. Αντιθέτως, είμαστε πλήρως συνειδητοποιημένοι κι ακομπλεξάριστοι. Με το ν’ αυτοσαρκαζόμαστε με το πρόβλημά μας, δεν αφήνουμε χώρο σε άλλον, να το επισημάνει και να μας προσβάλλει ή ακόμη και να το χρησιμοποιήσει εναντίον μας.
Το γουρούνι, ίσως να έλεγε για τη μυρωδιά του, για να μην του πουν πρώτοι οι άλλοι γι’ αυτήν, κι έτσι, γλίτωσε τον εαυτό του απ’ την προσβολή να του επισημάνουν το μειονέκτημά του αυτό, τα υπόλοιπα ζώα. «Βρομάω και το ξέρω και γελάω μ’ αυτό» θα πούμε και θα πάψει η μυρωδιά μας να είναι ένα επιχείρημα που θα μπορεί κάποιος να επικαλεστεί για να μας πληγώσει.
Κι έτσι, λοιπόν, το γουρούνι όλο περίμενε κάποιον που θα τον καθησύχαζε πως δε μυρίζει και τόσο άσχημα. Μέχρι που μια μέρα ένα πλάσμα του ‘πε τελικά: «Ναι, βρε γουρούνι, βρομάς τρομερά. Μ’ αντί να το λες και να γελάς, γιατί δεν το βλέπεις σοβαρά και δεν πας να πλυθείς μια φορά;».
Και το γουρούνι, πλενόταν από τότε πιο συχνά κι αν κι ακόμη βρομούσε, ωστόσο ήξερε και μόνο του πως η μυρωδιά του δεν ήταν τόσο τραγική πια.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου