Ένα ξιπασμένο άλογο περνούσε μπροστά από μία ζέβρα και της έριξε ένα απαξιωτικό βλέμμα, που ήταν σαν να της έλεγε: «Όσο κι αν περνιέσαι κι εσύ για ωραία, όμορφη σαν κι εμένα δε θα γίνεις ποτέ».
Η ζέβρα άναψε και κόρωσε σαν έπιασε αυτήν την περιφρονητική ματιά του, μα δεν μπορούσε να του πει τίποτα, καθώς αν του ‘λεγε «Μη με ξανακοιτάξεις έτσι, βρε ξιπασμένο άλογο» εκείνο θα μπορούσε να ισχυριστεί πως μήτε που την κοίταξε. Έτσι κι αλλιώς, όμως, δεν μπορούσε να κατηγορήσει το άλογο, επειδή απλά της έριξε ένα άσχημο βλέμμα.
Το άλογο, ωστόσο, ύστερα σταμάτησε δίπλα από ένα γαϊδούρι κι είπε –δυνατά αυτήν τη φορά– «Θεέ μου, πώς μπορούν να σε συγκρίνουν μαζί μου και να λένε πως μου μοιάζεις με τέτοια ασχήμια;». Το γαϊδούρι δεν είπε τίποτα, καθώς ποτέ του δεν περηφανεύτηκε, εξάλλου, για την ομορφιά του.
Η ζέβρα, όμως, βρήκε τότε την ευκαιρία που έψαχνε, για να επιτεθεί επιτέλους σ’ εκείνο το τρομερό άλογο. «Ποιο νομίζεις ότι είσαι, άλογο; Μπορεί σε ομορφιά να περνάς, πραγματικά, το γαϊδούρι, μα δεν πιάνεις μία μπροστά του, στην εργατικότητα και στην ταπεινοσύνη. Για θαρρείς πως κι η ομορφιά σου, που γι’ αυτήν τόσο καυχιέσαι, είναι δημιούργημα δικό σου; Σου χαρίστηκε, έτσι για να ξέρεις.»
Το γαϊδούρι κοίταξε, τότε, γεμάτο ευγνωμοσύνη τη θαρραλέα ζέβρα που την είπε στο άλογο και που το υπερασπίστηκε, κι ήταν έτοιμο να κάνει τα πάντα για να της το ξεπληρώσει. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως η ζέβρα είχε κι εκείνη το όφελός της που πήρε το μέρος του.
Σαν αυτήν τη ζέβρα, λοιπόν, μπορεί να υπερασπιστούμε κι εμείς κάποιον, κι ύστερα να θαρρεί, λανθασμένα, πως μας χρωστά ευγνωμοσύνη και να μας φέρεται ακόμη και με δουλοφροσύνη.
Καταρχάς, η ζέβρα ήταν ήδη πυρ και μανία με το άλογο και με τα απαξιωτικά βλέμματα που της έριχνε, μα, ωστόσο, αυτά δεν ήταν αρκετά σοβαρά επιχειρήματα για να το κατηγορήσει. Κι έτσι, ακούγοντας το άλογο να μιλά άσχημα στο γαϊδούρι, βρήκε επιτέλους μια καλή ευκαιρία για να μπορέσει να του την πει. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, ίσως να θέλουμε να την πούμε σε κάποιον, μα να μη μας έχει κάνει και κάτι τόσο άσχημο. Κι έτσι, με το δυνατό επιχείρημα εκείνου που υπερασπιζόμαστε, μπορούμε και να τον εξευτελίσουμε ακόμη.
Επιπλέον, το γαϊδούρι δεν πρέπει να νιώθει πως χρωστά ευγνωμοσύνη στη ζέβρα, καθώς εκείνη είναι, φαίνεται, απ’ τη φύση της έτσι, που δεν της στοιχίζει τίποτα να την πει σε κάποιον, μα, απεναντίας, ίσως να περιμένει κιόλας πώς και πώς μιαν τέτοια ευκαιρία. Δε μας οφείλει τίποτε, επομένως, κάποιος που υπερασπιζόμαστε, αν το να επέμβουμε είναι κάτι το τόσο απλό για μας, που όχι μόνο το συνηθίζουμε, μα που μπορεί και να το ευχαριστιόμαστε κιόλας, βάζοντας κάποιον στη θέση του.
Τέλος, δεν πρέπει να μας ευγνωμονεί κάποιος που παίρνουμε το μέρος του, καθώς υπερασπιζόμαστε απλά το δίκαιο κι όχι εκείνον προσωπικά. Το άλογο, λοιπόν, δεν είχε το δικαίωμα να ξεστομίζει τέτοια απαξιωτικά λόγια, κι όχι μόνο στο γάιδαρο μα και σ’ οποιοδήποτε άλλο πλάσμα. Οι μομφές μας, λοιπόν, θα πήγαιναν έτσι κι αλλιώς σ’ εκείνον που θα έλεγε κάτι τόσο άσχημο, άσχετα με το ποιος θα ήταν ο δέκτης της κακής συμπεριφοράς του.
Έτσι, λοιπόν, το γαϊδούρι έπεσε στα πόδια της ζέβρας και την παρακαλούσε να του πει τώρα αμέσως τι θέλει να της προσφέρει, για να της ξεπληρώσει το καλό που του ‘κανε όταν το υπερασπίστηκε. Κι η ζέβρα, φυσικά, έλεγε μέσα της «Πού να ‘ξερες, καλό μου γαϊδουράκι, πως εγώ θα ‘πρεπε να σ’ ευχαριστώ, που μου έδωσες την ευκαιρία να βάλω στη θέση του αυτό το παλιάλογο». Μα, ωστόσο, δε δίστασε στο τέλος, η πανούργα, να επωφεληθεί απ’ την ευγνωμοσύνη του γαϊδάρου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη