Ένα γουρούνι βρέθηκε σ’ ένα στάβλο με άλογα, ύστερα από αδιάκοπα παρακαλετά. «Έλα, γουρούνι, στο στάβλο μας, να μας φέρεις την ανεμελιά που τόσο πολύ μας λείπει», του έλεγαν και το έπεισαν να μείνει μαζί τους.

Μόλις, ωστόσο, βρέθηκε ανάμεσά τους, σκέφτηκε: «Πού πάω ο βρωμερός να ζήσω σ’ αυτόν τον πεντακάθαρο στάβλο; Πού να σταθώ εγώ δίπλα σ’ αυτά τα άλογα, που φοβάμαι πως θα τα βρομίσω και δέκα μίλια μακριά τους αν σταθώ;».

Κι, έτσι, το γουρούνι αποφάσισε πως πρέπει να γίνει κι εκείνο καθωσπρέπει. Έπαψε, λοιπόν, να βουτά μες τις λάσπες και καθόταν ολημερίς και έσιαχνε το τρίχωμά του. Ακόμη και τους τρόπους του τους έκανε πιο κομψούς και μήτε που έβγαζε πια το χαρακτηριστικό ρουθούνισμά του, καθώς πίστευε πως δεν ταίριαζε με το κομψό χλιμίντρισμα των αλόγων.

Τα άλογα, ωστόσο, που ήθελαν να φέρουν το γουρούνι ακριβώς επειδή δεν το ένοιαζε μήτε να ‘ναι καθαρό, μήτε και να φέρεται καθωσπρέπει, άρχισαν να δυσανασχετούν μ’ αυτήν του την αλλαγή. «Πού είναι που θα έφερνε τη χαρά στο στάβλο μας; Μα αυτό, πλένεται παραπάνω κι από μας. Άσε που ολημερίς βουρτσίζει σαν μανιακό το τρίχωμά του. Αμ, το ρουθούνισμά του που τόσο πολύ μας έφτιαχνε το κέφι; Πάει κι αυτό».

Σαν αυτό το γουρούνι, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές και προσπαθούμε να αλλάξουμε, πιστεύοντας πως έτσι θα ταιριάξουμε περισσότερο με το σύντροφό μας.

Καταρχάς, το γουρούνι δεν πρέπει να πίστευε πως είχε στ’ αλήθεια κάτι καλό πάνω του και πως η ανεμελιά του και η απλυσιά του θα άρεσαν πραγματικά σε κάποιους, σαν και τα άλογα και γι’ αυτό βάλθηκε να αλλάξει. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, προσπαθούμε να αποποιηθούμε ένα χαρακτηριστικό μας, που μας φαίνεται πως δε συνάδει με εκείνα του συντρόφου μας, καθώς πιστεύουμε πως αλλιώς δε θα μπορούμε να σταθούμε πλάι του, μιας και μας φαίνεται αδύνατον να του αρέσει κάτι που ο ίδιος δε διαθέτει.

Επιπλέον, προσπαθούμε να αλλάξουμε γιατί δε θέλουμε να διαφέρουμε και πολύ απ’ το σύντροφό μας. Σταματάμε να εκδηλώνουμε, λοιπόν, τα δικά μας χαρακτηριστικά, για να μην κατηγορηθούμε στο μέλλον πως δεν υποχωρήσαμε ενώ θα ‘πρεπε κι ότι δεν προσπαθήσαμε να έρθουμε στα μέτρα του συντρόφου μας, καθώς και για να μην ακούσουμε σχόλια του τύπου: «Εντάξει, είμαστε τόσο διαφορετικοί, τελικά, κι άρα δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε».

Τέλος, το γουρούνι θα είχε οπωσδήποτε την πεποίθηση πως ήταν κατώτερο απ’ τα άλογα και πως άρα τα δικά του χαρακτηριστικά ήταν αυτά που έπρεπε να εξαλειφθούν κι όχι εκείνα των αλόγων, μιας κι ήταν ασύγκριτα πιο καθωσπρέπει. Όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε, λοιπόν, πάει να πει πως πιστεύουμε πως είμαστε κατώτεροι απ’ το σύντροφό μας και πως μόνον έτσι θα μπορέσουμε να φτάσουμε στο δικό του επίπεδο.

Κι έτσι, λοιπόν, τα άλογα αποφάσισαν να πάνε να μιλήσουν στο γουρούνι. «Γουρούνι» του είπαν, λοιπόν. «Πού πήγε η ανεμελιά σου; Η αδιαφορία σου για όλα, ακόμη και για το πλύσιμό σου;». Το γουρούνι όμως νευρίασε. «Τι λέτε μωρέ; Εσείς να μοσχοβολάτε, δηλαδή, κι εγώ να βρομοκοπώ; Αυτό μου ζητάτε; Πώς να συνυπάρξουμε έτσι;».

«Μα, γουρούνι, ξέρεις πόσο σε ζηλεύαμε πρωτύτερα; Πόσο θα θέλαμε κι εμείς να ‘μαστε χαλαροί σαν κι εσένα; Να μη σκοτιζόμαστε για κανέναν απ’ όλους αυτούς τους καθωσπρεπισμούς;», είπαν τα άλογα και προσπαθούσαν να το πείσουν πόσο το θαύμαζαν, μα το γουρούνι μήτε που άκουγε πια. Εξακολουθούσε να φτιασιδώνεται και να γυαλίζει και έτσι δεν έφερε ποτέ στ’ άλογα τη χαρά.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.