Ένα πρόβατο έπεσε μέσα στην πίσσα κι έγινε κατάμαυρο. Από τότε άλλαξε συμπεριφορά κι άρχισε να κάνει όλο κακά. Όλοι, όμως, σκέφτονταν τι πέρασε και δεν ήξεραν αν θα έπρεπε να θυμώνουν μαζί του ή όχι.
«Από τότε που βυθίστηκε στην πίσσα έγινε έτσι, να δούμε πόσο θα πόνεσε εκεί μέσα. Μην το παρεξηγείτε, λοιπόν», έλεγαν στο τέλος και δικαιολογούσαν την άσχημη συμπεριφορά του. Κάθε φορά, ωστόσο, που προκαλούσε ακόμη ένα κακό, η κατανόησή τους απέναντί του μίκραινε και συγκινούνταν όλο και πιο λίγο απ’ αυτό που πέρασε.
Τις πρώτες φορές, λοιπόν, έλεγαν με ανατριχίλα: «Πω πω, τι συμφορά να πέσει μες την πίσσα και μαύρο σαν και του λόγου της να γίνει». Αργότερα, όμως, άρχισαν να σκέφτονται: «Εντάξει, σε πίσσα έπεσε, δεν ξεκοκκαλίστηκε κι από θεριά».
Σαν αυτούς, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές και όσο και να θέλουμε να δικαιολογούμε κάθε κακή συμπεριφορά, μιας και κάπου στο παρελθόν θα υπάρχει μια αιτία που να εξηγεί την εκδήλωσή της, δεν καταφέρνουμε να διατηρήσουμε μέχρι το τέλος την κατανόησή μας.
Καταρχάς, τα πρόβατα στην αρχή δεν μπορούσαν να μη συγκινηθούν απ’ την τόσο δραματική εμπειρία του πρόβατου να πέσει μέσα στην πίσσα. Σιγά-σιγά, όμως, έπαψε να τους συγκινεί το κακό βίωμά του. Έτσι, αφού παρήλθε η πρώτη ισχυρή εντύπωση που τους άφησε, είχε μειωθεί η βαρύτητα εκείνου που πέρασε το μαύρο πρόβατο και δεν μπορούσε πια να δικαιολογεί ό,τι κι αν έκανε. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, σταματάμε να δικαιολογούμε μια κακή συμπεριφορά από κάποια στιγμή και μετά, μιας και κάθε φορά όλο και λιγότερο μας αγγίζει και μας συγκινεί το γεγονός που την προκάλεσε.
Επιπλέον, δεν μπορούμε να υποστούμε με κατανόηση μια κακή συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται, όσο κι αν ξέρουμε πως δικαιολογείται η εκδήλωσή της, μιας και δεν έχουμε την υπομονή να περιμένουμε αυτός που μας κάνει κακό, να γίνει καλός λόγω της καλοσύνης που του δείχνουμε. Το γεγονός, μάλιστα, ότι δεν ξέρουμε στα σίγουρα πως θα γίνει πάλι καλός αν του φερθούμε όμορφα, αλλά «ίσως» να γίνει καλός και «αν» γίνει καλός, μας κάνει να παραιτούμαστε απ’ την προσπάθεια και να μη θέλουμε με ρίσκο να φτάσουμε στο τέλος, όπου θα μπορούσε πραγματικά να πάψει να φέρεται άσχημα -ή και όχι.
Τέλος, σταματούμε να δικαιολογούμε μια κακή συμπεριφορά, επειδή εγωιστικά θέλουμε να αποποιηθούμε το ρόλο του ελεήμονα. Σκεφτόμαστε: «Εμένα ποιος θα με λυπηθεί κι εγώ πρέπει το δράμα του να κατανοήσω;». Κι έτσι, λοιπόν, δε θέλουμε να συγκινηθούμε, όσο δύσκολα κι αν πέρασε κάποιος στο παρελθόν, καθώς πιστεύουμε πως κανένας δε θα έδειχνε απέναντί μας την ίδια κατανόηση. Μπορεί να πούμε μάλιστα με εγωπάθεια: «αν βαλθώ να ανατρέχω στο παρελθόν του καθενός, μόνο μαυρίλα θα δω. Και μου φτάνει η μαυρίλα η δική μου».
Κι έτσι, λοιπόν, το μαύρο πρόβατο στην αρχή δεν μπορούσε να πιστέψει πως δέχονταν τα κακά που προκαλούσε με τόση κατανόηση. Βλέποντάς τους, όμως, σιγά-σιγά να νιώθουν θυμό κι ύστερα απέχθεια απέναντί του, σκεφτόταν νοσηρά: «Έτσι μπράβο. Τι μου παίζατε θέατρο τόσο καιρό πως θα μπορούσατε ένα μαύρο πρόβατο, βυθισμένο στην πίσσα, να το αγαπήσετε;».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.