Μια μαργαρίτα ποδοπατήθηκε και μια σειρά απ’ τα πέταλά της έπαθε μεγάλη ζημιά. Σε λίγο καιρό, η μαργαρίτα θα έχανε τα τραυματισμένα της πέταλα κι ένα βράδυ, λοιπόν, τα ένιωσε με άφατη λύπη να φεύγουν από πάνω της. Το μαρτύριό της, ωστόσο, έμελλε να κορυφωθεί το πρωί με το φως του ήλιου, όπου όχι απλώς θα αισθανόταν την απώλεια των πετάλων της, αλλά θα μπορούσε τώρα πια να την δει μπροστά της, ολόφωτη κι αδιαμφισβήτητη.
Κι έτσι, το φως της μέρας έφερε τη μαργαρίτα αντιμέτωπη με την πραγματικότητα, φωτίζοντας την απώλειά της και κάνοντας την απουσία των πετάλων της να φαίνεται πια και να μοιάζει πιο οδυνηρή από ποτέ άλλοτε.
Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, φωτίζεται την ημέρα κι η απώλεια που βιώνουμε μετά από ένα χωρισμό και το πρωί αντιλαμβανόμαστε πως έχουμε χάσει στ’ αλήθεια κάτι πολύτιμό μας, που ως τώρα ήταν (ή το θεωρούσαμε) δικό μας, συνειδητοποιώντας πως θα πρέπει πια να συνεχίσουμε να υπάρχουμε χωρίς αυτό.
Έτσι, δε θέλουμε να ξημερώσει ποτέ και κυριευόμαστε απ’ την επιθυμία ενός ύπνου χωρίς τελειωμό, μ’ αποτέλεσμα κι αυτός να διαταράσσεται. Σ’ αυτό το σημείο, λοιπόν, θα δούμε τι είναι αυτό που κάνει τόσο ανεπιθύμητο το φως της ημέρας, που ρίχνεται αδίστακτα πάνω μας ύστερα από ένα χωρισμό.
Καταρχάς, τότε συνειδητοποιούμε πως δεν είναι ψέμα αυτό που μας συμβαίνει κι ότι, στ’ αλήθεια, έχουμε χωρίσει. Η απόκρυφη επιθυμία μας να ‘ναι όλα ένα όνειρο και το φινάλε να μην έχει συμβεί πραγματικά –όσο κι αν ξέρουμε μέσα μας πως κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί– πονάει όταν διαψεύδεται. Αντιθέτως, επιβεβαιώνεται η αόριστη αίσθηση πως κάτι –ή μάλλον κάποιος– λείπει από πάνω μας κι η απουσία του συντρόφου μας φανερώνεται πια κατάφωτη κι οδυνηρή.
Το γεγονός πως θα πρέπει για μια ολόκληρη ημέρα να βαστάξουμε τις τυραννικές σκέψεις που ακολουθούν τον χωρισμό, μας κάνει να μη θέλουμε να ξημερώσει ποτέ. Θα πρέπει, αναγκαστικά, ν’ αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση που μας δυσαρεστεί και που, το χειρότερο, δεν μπορούμε πια να επέμβουμε σ’ αυτήν και να την αλλάξουμε. Τότε, οπωσδήποτε, θα αναλογιστούμε και τα λάθη που έχουμε κάνει και θα μετανιώσουμε γι’ αυτά, μα η εκ των υστέρων παραδοχή των σφαλμάτων μας δε θα μπορεί να φέρει πίσω τα αποκολλημένα μας «πέταλα». Αντιθέτως, θα μας κάνει να μεμφόμαστε κι από πάνω τον εαυτό μας, που δε φροντίσαμε να βελτιώσουμε, όταν έπρεπε, τη συμπεριφορά μας.
Τέλος, είναι κι οι τελευταίες απονενοημένες προσπάθειες που γίνονται για να σωθεί η σχέση τις μέρες μετά τον χωρισμό και που ξέρουμε, εκ των προτέρων, πως δε θα ‘χουν κανένα αποτέλεσμα. Ωστόσο, μες στην άφθαστη απελπισία μας μπορεί να προβούμε και σε αναξιοπρεπείς για τον εγωισμό μας ενέργειες, αφού έτσι κι αλλιώς, θα πιστεύουμε πως δε θα ‘χουμε πια να χάσουμε τίποτα άλλο. Δεν είναι απίθανο, επομένως, να καταφύγουμε μέχρι και σε ατελέσφορα παρακαλετά, για τα οποία αργότερα θα ντρεπόμαστε και θα μετανιώνουμε ή να μεταχειριστούμε βαρύγδουπα λόγια, στην προσπάθειά μας να αλλάξουμε, μ’ οποιονδήποτε τρόπο, την έκβαση της σχέσης.
Βλέπουμε, έτσι, πως το φως της ημέρας κάνει τη μαργαρίτα να βλέπει το κενό απ’ την απώλεια των πετάλων της και την αναγκάζει να συνειδητοποιήσει πως τα έχασε πια και πως δεν πρόκειται να τ’ αποκτήσει ποτέ ξανά.
Έτσι, λοιπόν, οι πρωινές ακτίνες του ήλιου επιβεβαιώνουν κι ένα χωρισμό και τον κάνουν να φαίνεται πιο πραγματικός και πιο αμετάκλητος, όσο ποτέ άλλοτε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη