Υπήρχαν δύο νησιά, που ανήκαν το καθένα σε ένα άτομο. Τα νησιά ήταν ενωμένα μεταξύ τους με μια γέφυρα και μόνο διασχίζοντάς την, μπορούσες να περάσεις στο απέναντι νησί, γιατί η θάλασσα ήταν απροσπέλαστη και δε γινόταν να προχωρήσεις στα ορμητικά νερά της. Τα δύο άτομα λοιπόν, ζούσαν ο καθένας στο δικό του νησί και μέσω της γέφυρας είχαν πρόσβαση ο ένας στη ζωή και στα συναισθήματα του άλλου.
Το ένα άτομο, όμως, κάποια στιγμή κουράστηκε από το ανεξέλεγκτο πήγαινε-έλα και θέλησε να γκρεμίσει τη γέφυρα, τη μόνη δίοδο επικοινωνίας που τους ένωνε. Όταν, λοιπόν, η γέφυρα κατέρρευσε, το άλλο άτομο ήθελε να πάει απέναντι κι έκανε τα πάντα, προσπάθησε να κολυμπήσει, ανέβηκε σε σανίδες, μπήκε σε βάρκες, όμως η θάλασσα τον ξέβραζε πάντα στην ακτή του. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να τιθασεύσει τα νερά και να τα διασχίσει, αλλά δε σταματούσε ποτέ να προσπαθεί. Ταλαιπωρούσε, έτσι, μάταια τον εαυτό του, ενώ το άλλο άτομο, στο απέναντι νησί, απολάμβανε την ανεξαρτησία του.
Η γέφυρα σημαίνει το ερωτικό δέσιμο, τους λόγους που ενώνουν δύο ανθρώπους και που τους κρατούν σε σχέση. Όταν το ένα άτομο φτάσει στο σημείο να γκρεμίσει τη γέφυρα και ό,τι τους δένει και να κρατήσει τον άλλο μακριά του, σημαίνει πως δεν έχει πλέον ανάγκη τη σχέση και προτιμά συνειδητοποιημένα να μην έχει καμία «πρόσβαση» στο μέχρι πρότινος σύντροφό του.
Το άλλο άτομο, όμως, που βλέπει τη γέφυρα και τη σχέση του να γκρεμίζεται χωρίς τη δική του επιθυμία, θέλει να έρθει πάλι κοντά στο σύντροφό του. Με γκρεμισμένη, όμως, τη «δίοδο επικοινωνίας» που άλλοτε τους ένωνε, όλες οι προσπάθειές του θα αποβαίνουν μάταιες. Εφόσον ο άλλος γκρέμισε τη γέφυρα κι είναι ευχαριστημένος μάλιστα που το έκανε, δε θα μπορέσει με κανένα μέσο να πάει ξανά κοντά του και κατά βάθος το ξέρει.
Μια τελειωμένη σχέση, λοιπόν, έχει περίπου αυτή την αναλογία: o ένας γκρεμίζει τη σχέση και το ευχαριστιέται, όμως ο άλλος απελπίζεται πάνω στα συντρίμμια της κι ενώ ξέρει πως δε θα μπορέσει ποτέ ξανά να πλησιάσει το σύντροφό του, αποβαίνει σε κουραστικές και μάταιες ενέργειες, προκειμένου να φτάσει κοντά του.
Ο λόγος που δε σταματάμε να προσπαθούμε και να επιμένουμε σε μια τελειωμένη σχέση, είναι η πεποίθηση που θέλουμε να υιοθετούμε, ότι μπορεί να διασωθεί η κατάσταση και να αλλάξει γνώμη ο σύντροφός μας. Ενώ είναι ξεκάθαρη η θέση του κι η απομάκρυνσή του από εμάς, επιμένουμε να εξαπατούμε τον εαυτό μας, πως θα μεταπειστεί και θα γυρίσει κοντά μας.
Η ασφάλεια που αισθανόμασταν στην ήδη γεφυρωμένη σχέση που είχαμε, είναι μια ακόμη αιτία που μας κάνει να προσπαθούμε μάταια να την ξανακερδίσουμε. Το ενδεχόμενο να γεφυρώσουμε τη ζωή μας από την αρχή με έναν άλλο άνθρωπο, είναι μια απόμακρη προοπτική, που θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να υλοποιηθεί και γι’ αυτό την απορρίπτουμε. Η τάση μας, λοιπόν, να επιζητάμε την πιο σύντομη λύση στα προβλήματά μας, θα καταστήσει την τελειωμένη σχέση μας ως την πιο κοντινή επιλογή και θα επιδοθούμε, έτσι, σε προσπάθειες για ανακατασκευή της.
Η τάση μας, τέλος, να κρίνουμε εξ ιδίων τα συναισθήματα του συντρόφου μας, μας κάνει να πιστεύουμε λαθεμένα σε μια συναισθηματική επανασύνδεση, που, όμως, δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Τα αισθήματα που δε σταματάμε να νιώθουμε όταν ο σύντροφός μας γκρεμίζει τη σχέση, μας φορτώνουν με εξιδανικευμένες ψευδαισθήσεις, πως πρόκειται για προσωρινό τέλος.
Έτσι, λοιπόν, χωρίς μια γέφυρα επικοινωνίας κι ενώ δε θα είναι δυνατόν να διασχίσουμε τα νερά της θάλασσας για να φτάσουμε ξανά στο σύντροφό μας, θα επιμένουμε να μπαίνουμε μέσα σ’ αυτά και να εξαντλούμε τον εαυτό μας με μάταιες ενέργειες. Κάποια στιγμή, όμως, μετά από πολλές προσπάθειες το κύμα θα μας ξεβράσει κατάκοπους στην ακτή. Μόνο τότε θ’ αντιληφθούμε τη ματαιότητα των κόπων μας και θ’ αποσυρθούμε, έτσι, από την επιμονή μας να γεφυρώσουμε ξανά τ’ αγεφύρωτα.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή