Ένα λιοντάρι, την ώρα που πέθαινε είπε στο γιο του τα λόγια κάποιου σοφού: «Ο έρωτας, η εργασία και η γνώση είναι οι αστείρευτες πηγές της ζωής, αυτές που πρέπει να την κυβερνούν».
Κι έπειτα, συμπλήρωσε: «Θέλω, γιε μου, αυτή να ‘ναι η αρχή της ζωής σου. Σε προστάζω, όμως, να προσπαθήσεις πολύ, τα κάνεις όλα αυτά καλά, και μάλιστα καλύτερα απ’ όλους. Θέλω να ερωτευτείς, δηλαδή, το πιο θαυμαστό λιοντάρι, ώστε όταν σε βλέπουν οι άλλοι μαζί του, να σκάνε απ’ το κακό τους και να ποθούν να’ ναι στη θέση σου. Θέλω να εργαστείς, για να πλουτίσεις κι έτσι να γίνεις παντοδύναμος, να έχεις ό,τι και όποιον θέλεις. Και τέλος, θέλω να μάθεις τα πάντα, γιε μου, για να ‘σαι έτσι σοφότερος απ’ όλους τους άλλους».
Και λιοντάρι κράτησε τη συμβουλή που του άφησε ο πατέρας του κι ακολούθησε κατά γράμμα ό,τι του μήνυσε να κάνει, μα, παρόλα αυτά, δεν έγινε ποτέ ευτυχισμένο.
Σαν αυτό το λιοντάρι, λοιπόν, θα την καταλήξουμε κι εμείς, αν θέλουμε να αγαπήσουμε με σκοπό να γίνουμε αξιοζήλευτοι, να εργαστούμε για να πλουτίσουμε και να μάθουμε μόνο και μόνο για να είμαστε ανώτεροι απ’ τους άλλους.
Καταρχάς, όταν επιλέγουμε το σύντροφό μας, με κύριο μέλημά μας να μας ζηλεύουν όσοι μας βλέπουν στο δρόμο, αναπόφευκτα θα θεωρούμε σημαντικά, κάποια στοιχεία του που θα ‘πρεπε να είναι επουσιώδη. Δηλαδή, αν η εντυπωσιακή όψη και η περίοπτη κοινωνική θέση, μας αρκούν για να αγαπήσουμε κάποιον, τότε εξυψώνουμε τ’ αγαθά που αποκτά κάποιος χωρίς να κοπιάσει και που δεν αναδεικνύουν απαραίτητα το ποιόν του χαρακτήρα του. Έτσι, μπορεί να απορρίψουμε κάποιον που θα μας ταιριάζει περισσότερο και να επιλέξουμε κάποιον που θ’ αποδειχτεί αργότερα χειρότερος σύντροφος.
Επιπλέον, όταν εργαζόμαστε με στόχο να πλουτίσουμε, τότε όσα χρήματα κι αν βγάλουμε δε θα είναι ποτέ αρκετά, μα αντιθέτως, πάντα θα θέλουμε να αποκτήσουμε κι άλλα, αφού ο σκοπός μας θα ΄ναι απλώς το κέρδος. Το χειρότερο, όμως, είναι πως δεν θα μπορούμε, αν χρειαστεί κάποια στιγμή, ν’ αποχωριστούμε εύκολα όσα καταφέραμε να αποκτήσουμε. Και να πλουτίσουμε, επομένως, δεν θα προσφέρουμε ποτέ για καλό σκοπό, αφού τα κέρδη μας θα καθορίζουν πόσο πετυχημένοι είμαστε και θα θέλουμε απλώς να τα αυξήσουμε κι όχι να μοιραστούμε κάποια απ’ αυτά.
Τέλος, αν θέλουμε να μαθαίνουμε, για να είμαστε ανώτεροι απ’ τους άλλους και για να μην μπορεί κανείς να μας φέρει σε δύσκολη θέση και να μας κάνει να νιώσουμε άβολα επειδή γνωρίζει περισσότερα από εμάς, τότε θα κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε πραγματικά τον εαυτό μας καλύτερο απ’ τους υπόλοιπους. Έτσι, θα φτάσει κάποια στιγμή, που θα πιστέψουμε πως πια τα ξέρουμε όλα και που θα υποτιμούμε απερισκεπτί κάθε υποδεέστερη -σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια- σκέψη, μ’ αποτέλεσμα να χάνουμε στο τέλος και τη λύση, που πολύ πιθανόν να είναι ιδιαίτερα απλή.
Ύστερα από χρόνια, λοιπόν, έφτασε η ώρα που το λιοντάρι μας θα άφηνε κι εκείνο την τελευταία του πνοή. Κάλεσε, με τον ίδιο τρόπο, το δικό του γιο στο πλάι του και του είπε τα λόγια που του μετέφερε κι εκείνου ο πατέρας του, τροποποιημένα, όμως, ως εξής: «Το λιοντάρι που θα ερωτευτείς, γιε μου, να ‘χει καλή καρδιά, και σκασίλα σου αν είναι φτωχό ή στο παρελθόν έχει κάνει λάθη. Να εργάζεσαι με σκοπό όσα βγάζεις να σου φτάνουν για να ζεις καλά κι όχι για να πλουτίσεις. Και να μαθαίνεις, όχι για να γίνεις ανώτερος απ’ όλους τους άλλους, μα για να μπορείς να μεταφέρεις τις γνώσεις σου αν χρειαστεί και για να είσαι σε θέση να υπερασπιστείς μιαν αδικία.» Κι ο δικός του ο γιος, λοιπόν, έκανε αυτά που του είπε και ευτύχησε.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.