Έχουμε ένα μπουκέτο με κόκκινα τριαντάφυλλα κι ένα με κόκκινα γαρύφαλλα. Ένα γαρύφαλλο, λοιπόν, θέλει να φύγει απ’ το μπουκέτο του, να μπει μέσα σε ‘κείνο το μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα και να γίνει ένα μ’ αυτά, να γίνει, αν είναι δυνατόν, ίδιο κι απαράλλαχτο μ’ αυτά.
Κι ας υποθέσουμε ότι βρίσκει τον τρόπο κι ότι ανήκει πια στο μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα. Τότε, από μακριά, ίσως το γαρύφαλλο να δίνει την εντύπωση πως είναι κι αυτό τριαντάφυλλο, αφού θα περιτριγυρίζεται απ’ αυτά. Μα, δυστυχώς, όσο κι αν θέλει να γίνει τριαντάφυλλο, το μόνο που θα καταφέρει να πάρει μέσα στο μπουκέτο δε θα είναι παρά τη μυρωδιά του.
Έτσι, λοιπόν, συμβαίνει και στην πραγματικότητα: Πολλές φορές, εποφθαλμιούμε να γίνουμε κάτι άλλο απ’ αυτό που είμαστε, χωνόμαστε μέσα σε ξένα μπουκέτα, με σκοπό να γίνουμε ένα μ’ αυτά, μα δυστυχώς το μόνο που καταφέρνουμε είναι απλώς να παίρνουμε λίγη απ’ τη «μυρωδιά» τους κι όχι να γινόμαστε όμοιά τους.
Με λίγα λόγια, αφού επιθυμούμε ν’ αποκτήσουμε χαρακτηριστικά που βλέπουμε σε άλλους και που δεν τα έχουμε εμείς, γιατί τα θεωρούμε, για οποιοδήποτε λόγο, ανώτερα απ’ τα δικά μας, αρχίζουμε να τους μιμούμαστε, με σκοπό να τους μοιάσουμε και να γίνουμε το ίδιο ωραίοι κι εντυπωσιακοί μ’ αυτούς.
Μέσα στο μπουκέτο τους, λοιπόν, κάνουμε ό,τι κάνουν εκείνοι και καταφέρνουμε, μερικές φορές, να δίνουμε την εντύπωση πως είμαστε σαν κι αυτούς. Η αλήθεια, όμως, είναι πως ποτέ κανένας μας δεν μπορεί να γίνει κάτι που δεν είναι κι έτσι, όταν τους μιμούμαστε, ίσως να καταφέρνουμε να μοιάζουμε σαν εκείνους, μα, δυστυχώς, δε θα μπορέσουμε ποτέ να κάνουμε πραγματικά δικά μας τα χαρακτηριστικά τους.
Με το να είμαστε το γαρύφαλλο μέσα στο μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα, τότε αναπόφευκτα θα συντηρούμαστε όπως ταιριάζει σ’ αυτά. Έτσι, θ’ αφήσουμε ανεκμετάλλευτα τα φυσικά μας προτερήματα και θα εξελίσσουμε τα χαρακτηριστικά των άλλων, που θέλουμε να κάνουμε δικά μας. Αφού θα παραμερίζουμε καθετί δικό μας, δε θα μπορούμε παρά ν’ απομακρυνθούμε εντελώς κάποια στιγμή απ’ τον εαυτό μας. Θ’ απομείνουμε, τότε, μόνο με όσα χαρακτηριστικά δε μας ανήκουν πραγματικά, όμως θα μας βασανίζει η αίσθηση ότι δεν έχουμε πια τίποτα δικό μας.
Όταν θέλουμε να γίνουμε κάτι άλλο απ’ αυτό που είμαστε, τότε δε θα μπορούμε παρά να μιμούμαστε σήμερα τα τριαντάφυλλα, αύριο τους κρίνους, μεθαύριο κάτι άλλο, που θα έχει πιο πολλή πέραση. Έτσι, θ’ αλλάζουμε συνέχεια, μ’ αποτέλεσμα να μην καταλήγουμε πουθενά και μην μπορώντας να δημιουργήσουμε μια σταθερή εικόνα για τον εαυτό μας, θα είμαστε σ’ ένα διαρκές ψάξιμο για το πώς να φερθούμε και ποιου να μοιάσουμε, για ν’ αρέσουμε.
Τέλος, και να καταφέρουμε να μιμηθούμε καλά αυτούς που θέλουμε, τότε ό,τι κι αν καταφέρουμε να κερδίσουμε στην προκειμένη περίπτωση, θα καταρρίπτεται απ’ την επίγνωση πως το πετύχαμε χωρίς να είμαστε ο εαυτός μας. Η ευχαρίστηση για τα επιτεύγματά μας θα εξαφανίζεται επομένως, αφού τ’ αποσπάσαμε παριστάνοντας κάτι άλλο απ’ αυτό που είμαστε. Η αμφιβολία πως αν ήμασταν ο εαυτός μας ίσως να μην καταφέρναμε να κερδίσουμε αυτά που θέλαμε, θα μας κάνει να νομίζουμε ακόμη πιο πολύ πως δεν τ’ αξίζουμε.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως το γαρύφαλλο δεν έχει κανένα νόημα να πάει και να χωθεί μέσα στο μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα: όχι μόνο δε θα καταφέρει ποτέ να γίνει ίδιο μ’ εκείνα, αλλά κι όποιος το δει ανάμεσά τους δε θα μπορεί παρά ν’ αντιληφθεί πως δεν ανήκει σ’ αυτά, να το πάρει και να το βάλει πίσω στο δικό του μπουκέτο.
Κι η αλήθεια είναι πως όσο γρηγορότερα εντοπιστεί κι επιστρέψει στο μπουκέτο του, τόσο καλύτερα θα είναι γι’ αυτό, γιατί θα συντηρείται όπως ακριβώς του ταιριάζει και θα εξελιχθεί, έτσι, στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη