Μια φοράδα και μια αγελάδα, όλο κοντραρίζονταν για την ομορφιά τους. Ώσπου, μιαν ημέρα, δε βάσταξαν άλλο και πήγαν και στάθηκαν πάνω από τη λίμνη. Το μπόι και των δυο τους καθρεφτίστηκε τότε πάνω στα νερά της.
Και έπειτα για να σταματήσει επιτέλους αυτή η διαμάχη, ρώτησαν με μια φωνή: «Λοιπόν, νερό της λίμνης, εσύ, που τώρα πήρες τη μορφή και των δυο μας, διάλεξε και πες μας, ποια από εμάς είναι η πιο όμορφη». Το νερό, τότε, ευθύς αποκρίθηκε: «Μα θέλει και ρώτημα; Η καμαρωτή φοράδα, φυσικά».
Τότε, όλοι έπεσαν πάνω στην αγελάδα: «Μη σκοτίζεσαι, αγελάδα, που το νερό δε σε διάλεξε. Εσύ, άλλωστε, έχεις όλες αυτές τις χάρες και μην ξεχνάς πως με το γάλα που απ’ τα σπλάχνα σου που παράγεις, θρέφεις από μωρά μέχρι παππούδες. Αναλογίσου, λοιπόν, τι ευλογημένο φορτίο κουβαλάς και πάψε να μαραζώνεις γιατί νικήθηκες».
Η φοράδα, βλέποντας τους πάντες να στέκονται πλάι στην αγελάδα, πικράθηκε. «Δεν πίστευα πως τόσο πολύ προτιμούσαν την αγελάδα και πως σε τέτοιο βαθμό ήθελαν να κερδίσει εκείνη κι όχι εγώ». Σαν αυτούς λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές, και δείχνουμε παραπάνω συμπάθεια σε εκείνον που χάνει παρά σ’ αυτόν που κερδίζει, μα όχι επειδή δεν εκτιμούμε την αξία του νικητή.
Καταρχάς, η φοράδα είχε πάρει την πιο αδιαμφησβήτητη απόκριση απ’ τη λίμνη κι έτσι θεώρησαν μάλλον, πως ό,τι κι αν της έλεγαν δε θα ήταν πιο αντικειμενικό απ’ αυτό. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, πιστεύουμε πως η ίδια η νίκη είναι για τον κερδισμένο η απόδειξη της αξίας του και πως δε χρειάζεται τα επιπλέον δικά μας κολακευτικά σχόλια για να την αναλογιστεί. Αντιθέτως, η ήττα πλήγει την αξία του νικημένου, οπότε έχει ανάγκη να του υπενθυμίσουμε τις δυνάμεις του και να σταθούμε στο πλάι του, προκειμένου να μη θεωρήσει πως επειδή έχασε, έπαψε να αξίζει.
Επιπλέον, αν εκφράσουμε την εκτίμησή μας στον κερδισμένο, πολύ πιθανόν να μην της δώσει την πρέπουσα σημασία, μιας και θα ‘ναι έτσι κι αλλιώς ενθουσιασμένος με τη νίκη του, για να μπορεί να πάρει στα σοβαρά ό,τι κι αν του πούμε. Αν σταθούμε πλάι στον χαμένο απ’ την άλλη, τότε οπωσδήποτε θα σκεφτεί: «Για δες, αντί να πάνε κοντά στον νικητή και να τον κολακεύουν, μιας και δίπλα του θα χαίρουν μεγαλύτερης δόξας, αυτοί έρχονται σε εμένα. Σκέψου, δηλαδή, πόσο με εκτιμούν».
Τέλος, δείχνουμε περισσότερη συμπάθεια σ’ εκείνον που χάνει, μιας και μπορούμε να μπούμε πιο εύκολα στη θέση του, που είναι η πιο οδυνηρή. «Πόσο άσχημα θα νιώθει ο καημένος που έχασε», συλλογιζόμαστε, καθώς βάλαμε ήδη τον εαυτό μας πάνω απ’ τα νερά της λίμνης και ακούσαμε πως δεν είμαστε εμείς οι πιο όμορφοι. Έτσι, νιώθουμε την ψύχρα της ήττας σαν να συνέβη σ’ εμάς και δεν μπορούμε να μη σταθούμε στο πλάι του.
Κι έτσι, λοιπόν, η φοράδα δεν μπορούσε να καταλάβει τι το τόσο κακό είχε κάνει σ’ όλους, για να δείξουν τόσο μεγάλη περιφρόνηση στη νίκη της. Ώσπου, μιαν ημέρα, έπιασε πάνω της τη ματιά κάποιου: έδειχνε όλη θαυμασμό για τα κάλλη της. Και κατάλαβε, τότε, πως δεν περιφρονούσαν, όπως πίστευε, την ομορφιά της, μα πως απλώς δεν την επισήμαναν, από σεβασμό προς την πίκρα της αγελάδας.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.