Ένα αρνί όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν καυχιόταν πως όλα τ’ αρνιά σφάζονταν να γίνουν φίλοι του. «Εντάξει, αρνί, παραδεχόμαστε πως, στ’ αλήθεια, τα πας καλά με τ’ αρνιά και πως όλα ανεξαιρέτως επιθυμούν διακαώς να σε συναναστραφούν. Αφού, όμως, τόσο πολύτιμος φίλος καυχιέσαι ότι είσαι, για δοκίμασε και μ’ ένα λύκο να κάνεις παρέα», τον προκάλεσαν.
Και το αρνί, δίχως να το πολυσκεφτεί, αποκρίθηκε: «Ευκολάκι είναι αυτό που μου ζητάτε. Θα δείτε όλοι, πως κι ένας λύκος, θα διψά στο πλάι μου να σταθεί και σαν τρελός θα θέλει να με συναναστραφεί».
Και πήγε, λοιπόν, στο λύκο κι άρχισε να του δίνει τις πιο πολύτιμές του συμβουλές: «Λοιπόν, λύκε μου, άκου με καλά προτού σκεφτείς να με γευτείς. Είμαι εδώ για να σου πω, καλέ μου, πως σε έχουν πάρει χαμπάρι πια τ’ αρνιά κι ό,τι κι αν σοφιστείς για να τα ξεγελάσεις, πλέον δε θα το πιστέψουν. Γι’ αυτό, λοιπόν, πάψε τα κολπάκια και προσπάθησε τα νώτα τους καλύτερα ν’ αφουγκράζεσαι, κάθε φορά που σαν μπουχτήσουν το σκάνε ανυπεράσπιστα για μια βόλτα απ’ το μαντρί τους».
Κι ο λύκος, τότε, ξαφνιάστηκε απ’ αυτό το τόσο λογικό αρνί και του ‘πε ευθύς: «Έξυπνό μου αρνάκι, σ’ ευχαριστώ για τις συμβουλές σου. Ο Θεός σε έφερε στο δρόμο μου. Από εδώ και στο εξής, πολύτιμος φίλος μου θα ‘σαι και πιστός μου σύντροφος.». Κι έτσι, λοιπόν, τ’ αρνιά έβλεπαν το λύκο να παίρνει αγκαλιά το αρνί και δεν πίστευαν στα μάτια τους. «Για δες που τελικά τα κατάφερε και μέχρι και με ένα λύκο έγινε φίλος».
Σαν αυτόν το αρνί, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές, και προσπαθούμε να πάρουμε κάτι από κάποιον, χωρίς, όμως, να έχουμε σκοπό να το αξιοποιήσουμε.
Καταρχάς, το αρνί ήθελε να γίνει φίλος με το λύκο, όχι γιατί ήθελε να επενδύσει στη φιλία τους, αλλά για ν’ αποδείξει πως αν ήθελε θα μπορούσε, ναι, ακόμη κι ένα λύκο να τον κάνει να πέσει στα πόδια του. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, προσπαθούμε να κάνουμε κάποιον να θέλει να είναι μαζί μας, χωρίς να έχουμε την ίδια επιθυμία, προκειμένου να δείξουμε πως μπορούμε να ‘χουμε όποιον θέλουμε και να καυχηθούμε εξαντλημένοι για τις υπεράριθμες κατακτήσεις μας, λέγοντας πως «εντάξει, έπεσε άλλος ένας στα πόδια μου, μα τι να κάνω που όλοι ανεξαιρέτως και με τόσο πάθος με επιθυμούν;».
Επιπλέον, θέλουμε να κάνουμε κάποιον να ζητήσει κάτι παραπάνω από εμάς, χωρίς οι ίδιοι να έχουμε τον ίδιο σκοπό, μόνο και μόνο γιατί επιδιώκουμε να νιώσουμε τη διεστραμμένη χαρά του ν’ απορρίπτουμε. Λέγοντας στον άλλο «όχι», λοιπόν, αισθανόμαστε μια τέτοια ικανοποίηση και ανωτερότητα, που θαρρούμε πως πλέον είμαστε τόσο επιθυμητοί, που μπορούμε ακόμη και στον πιο πολυπόθητο κατακτητή να πούμε «όχι».
Τέλος, θέλουμε κάποιος να επιθυμεί να είναι μαζί μας, χωρίς οι ίδιοι να έχουμε τέτοιο σκοπό, όχι μόνο για να αποδείξουμε στους άλλους πόσο πολυπόθητοι είμαστε, αλλά γιατί μέσα μας, παρόλο που αυτοπαρουσιαζόμαστε ως σπουδαίοι, θαρρούμε πως στην πραγματικότητα δεν είμαστε. Γι’ αυτό, λοιπόν, έχουμε ανάγκη κάτι που θα επιβεβαιώνει τις καυχησιολογίες μας και που θα μας λέει: «βλέπεις, τελικά δεν είσαι μόνο στα λόγια ποθητός, μα στ’ αλήθεια είσαι αυτό που όλοι θέλουν».
Κι έτσι, λοιπόν, το αρνί, αν και υπερήφανο μεν που κατάφερε το σκοπό του, ήταν κι αηδιασμένο, που οι χερούκλες του λύκου είχαν στους ώμους του απλωθεί. Κι αν και κατάφερνε κι έκρυβε την αποστροφή του για το λύκο καλά, μιαν ημέρα, ωστόσο, ξέχασε να καθαρίσει την αηδία απ’ το πρόσωπό του κι ο λύκος φυσικά την αφουγκράστηκε κι ευθύς κόρωσε και σε μια στιγμή καταβρόχθισε το αρνί, το αφάνισε απ’ αυτήν την ωραία γης.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.