Ένα λιοντάρι βρήκε ένα λύκο πάνω στην ώρα που θα ‘τρωγε έν’ αρνί. «Λύκε», ούρλιαξε, «μην τολμήσεις το αρνί που κρατάς στο αχόρταγο στομάχι σου να κατεβάσεις, ειδεμή κρεμασμένος ανάποδα σε κάνα δεντράκι θα βρεθείς». Ο λύκος, μπροστά στην απειλή ενός ενδεχόμενου βασιλιά, έσκυψε το κεφάλι και το αρνί γλίτωσε έτσι απ’ τα δόντια του.
Το λιοντάρι, τότε, έπιασε το αρνί στο στόμα του και μες το δάσος ξεχύθηκε. «Κοιτάξτε όλοι», φώναζε, «αυτό εδώ το απροστάτευτο αρνάκι χάρη σ’ εμένα βρίσκεται τώρα στη ζωή, χάρη στο σθένος μου γλίτωσε απ’ τα τρομακτικά σαγόνια του λύκου». Κι έπειτα: «Ω! Μα αν σαν εμένα άλλοι τρεις υπήρχαν τόσο καλοί, θαρρώ πως το βασίλειό μας ούτε μια σκοτούρα δε θα ‘χε». Κι έτσι, λοιπόν, το λιοντάρι που διεκδικούσε και μια θέση για τη βασιλεία, διατυμπάνιζε την καλή του πράξη και παρουσιαζόταν ως το σπάνιο εκείνο είδος που μαζί μ’ άλλους λίγους όμοιούς του θα εξάλειφε το κακό.
Σαν αυτό το λιοντάρι, λοιπόν, αντί ν’ αποσιωπούμε διακριτικά μια καλή μας πράξη, αντιθέτως, τη διατυμπανίζουμε και παρουσιαζόμαστε ως εκείνο το είδος που αφειδώς προσφέρει το καλό στους πάντες.
Καταρχάς, το λιοντάρι βάζοντας το αρνί μες τα σαγόνια του και βροντοφωνάζοντας σ’ όλους πως έσωσε αυτό το ανυπεράσπιστο πλάσμα, αυτομάτως του προσέδιδε το χαρακτηρισμό του «αδύναμου», που από μόνο του δεν μπορούσε να διαφυλάξει τον εαυτό του. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν διατυμπανίζουμε μια καλή μας πράξη, είναι σαν να τονίζουμε την αδυναμία εκείνου που βοηθήσαμε, καθώς μοιάζει με το να λέμε: «Τι θα έκανε δίχως τη δική μου συνδρομή; Ένας κατεστραμμένος θα ‘ταν». Έμμεσα, δηλαδή, τον παρουσιάζουμε ως ένα πλάσμα που ουδεμία δύναμη διαθέτει για να επιβιώσει.
Επιπλέον, το λιοντάρι, κουβαλώντας το αρνί ως παράσημο για την καλή του πράξη, ήταν σαν να έκανε άνισο τον ανταγωνισμό με τα υπόλοιπα λιοντάρια που διεκδικούσαν κι εκείνα τη βασιλεία, καθώς κανείς δε θα μπορούσε να ξέρει πώς θα έπρατταν εκείνα σε μιαν ανάλογη περίπτωση κι αν θα έδειχναν το ίδιο σθένος με το καλό λιοντάρι. Έτσι, η δική του καλή πράξη που συνοδευόταν κι από την απτή απόδειξη του ολοζώντανου αρνιού, το τοποθετούσε αυτόματα πιο ψηλά απ’ τα άλλα λιοντάρια. Διατυμπανίζοντας μια καλή μας πράξη, επομένως, ανυψώνουμε άδικα τον εαυτό μας πάνω απ’ τους άλλους, καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν στη θέση μας θα έκαναν το ίδιο με εμάς, ή και κάτι ακόμα καλύτερο.
Τέλος, παρελαύνοντας με το αρνί στο στόμα, το λιοντάρι δεν μπορεί παρά να προκάλεσε αναρίθμητες τύψεις σε πλάσματα, που μπορεί να μην είχαν καν τη δύναμη να κάνουν μιαν ανάλογη καλή πράξη και να σώσουν κάποιο πλάσμα που μπροστά στα μάτια τους καταβροχθίστηκε. Όταν με υπερηφάνεια επιδεικνύουμε μια καλή μας πράξη, λοιπόν, μπορεί να φέρουμε σε δυσάρεστη θέση όσους δεν έχουν τα μέσα να προσφέρουν και να τους κάνουμε να αισθανθούν ως άχρηστα κι ανήμπορα μέλη που ούτε ένα καλό δεν έχουν ως τώρα πράξει.
Κι έτσι, λοιπόν, το λιοντάρι προτού εκλεχθεί βασιλιάς φώναζε: «Ψηφίστε το λιοντάρι που με τα χέρια του θα βγάζει απ’ το στόμα του λύκου το αρνί». Και, στ’ αλήθεια, το βασίλειό του υπήρξε το μοναδικό που αν λύκος τολμούσε να πλησιάσει αρνί, σε δέντρο έμελλε να κρεμαστεί.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.