Κάποιο λιοντάρι με μένος φώναζε στ’ αρνιά που λιγότερο γάλα παρήγαγαν απ’ αυτό που τους ζήτησε. «Δε θα επαναλάβω για δεύτερη φορά τη διαταγή. Οφείλετε με την πρώτη να υπακούτε», ωρυόταν και σαν να μην έφτανε ο θυμός του έν’ αρνί πετάχτηκε και του ζήτησε μια διευκόλυνση. «Λιοντάρι, πέρα απ’ το τωρινό μας θέμα, θα ‘θελα να σας παρακαλέσω ν’ αυξήσετε τη φρουρά έξω απ’ το μαντρί μας, καθώς όλο και περισσότερα ουρλιαχτά λύκων φθάνουν τελευταία στ’ αφτιά μας», αποκρίθηκε.
Το λιοντάρι, όμως, αρνήθηκε ευθύς τη χάρη που του ζήτησε τ’ αρνί, δίχως καν να εξετάσει αν η απαίτησή του ήταν δικαιολογημένη και λογική και το κοίταξε μ’ ένα ξερό βλέμμα που ξεχείλιζε οργή. «Πώς τολμάς, αρνί, να ‘χεις κι απαιτήσεις;», φώναξε, «ποτέ ξανά μην τολμήσεις να κάνεις υποδείξεις για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνει». Τα υπόλοιπα αρνιά, βαρύθυμα, τα έβαλαν με τ’ αρνί που τέτοια ώρα βρήκε να μιλήσει: «Τώρα βρήκες, αρνί, να εκφράσεις την επιθυμία μας στο λιοντάρι που η καταχνιά στο βλέμμα του απ’ τον θυμό σκίαζε όλη τη σύνεσή του;».
Σαν αυτό το αρνί, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές και μπορεί να χάνουμε πράγματα τα οποία δικαιούμαστε, απλώς επειδή επιλέγουμε λάθος ώρα να εκφραστούμε και να τα ζητήσουμε.
Καταρχάς, στ’ αλήθεια το βλέμμα του λιονταριού είχε θολώσει από θυμό και η καταχνιά που εμφανίστηκε σ’ αυτό σκίαζε την αντίληψή του για την πραγματικότητα. Μην μπορώντας να διακρίνει ευκρινώς τι χρειάζονταν και τι όχι τ’ αρνιά, μα αντιθέτως όντας ενοχλημένος απ’ το τρομερό τους λάθος, δεν κατάφερε εκείνη την ώρα να εξετάσει σοβαρά αυτό που ζητούσαν και να αποκριθεί θετικά στην πρότασή τους. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν ζητάμε κάτι από κάποιον την ώρα που είναι θολωμένος και που αναπόφευκτα θα εξετάσει κάθε μας πρόταση με αρνητισμό, πολύ πιθανόν να μην έχουμε το αποτέλεσμα που επιδιώκουμε.
Επιπλέον, όταν τ’ αρνιά ζήτησαν τη χάρη απ’ το λιοντάρι, εκείνο βρισκόταν βυθισμένο στην έγνοια για το πώς θα έτρεφε τα πλάσματά του, αφού τα αρνιά παρήγαγαν πολύ λιγότερο γάλα απ’ αυτό που τους ζητήθηκε. Κι έτσι, αναπόφευκτα, δεν μπορούσε να εστιάσει την προσοχή του σε άλλο θέμα, όσο σοβαρό κι αν ήταν, αφού το κυριότερό του μέλημα παρέμενε άλυτο.
Τέλος, όταν ζητάμε από κάποιον μια εξυπηρέτηση την ώρα που δεν έχει ιδιαίτερα καλή διάθεση, δε θα νιώθει ευγνωμοσύνη για τη ζωή που του χάρισε αφειδώς τα οφέλη και την εύνοιά της και που τον έκανε να επιθυμεί να ανταποδώσει τα καλά που του προσφέρθηκαν και να κάνει μια διευκόλυνση στο άτομο που χρειάζεται τη βοήθειά του. Αντιθέτως, δε θα θέλει να δώσει το παραμικρό απ’ τη στιγμή που κι η δική του θέση δε διαθέτει τίποτα ευχάριστο.
Κι έτσι, λοιπόν, τα δύσμοιρα αρνιά έτρεμαν κάθε που ένα ουρλιαχτό λύκου εισχωρούσε στο μαντρί τους. Ώσπου, κάποια μέρα, χαρούμενοι βρυχηθμοί ακούγονταν ολόγυρα γιατί τα λιοντάρια επανεκλέχθηκαν στη βασιλεία. Τα αρνιά, τότε, έσπευσαν, ταπεινά, να ζητήσουν άλλον έναν τουλάχιστο φρουρό έξω απ’ το μαντρί τους. «Μόνο ένα, καλά μου αρνιά;», τους είπε το λιοντάρι, «οι ζωές σας στοιχίζουν πολλά για να έχετε τόσο μικρή φρουρά».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.