Είμαστε το ποντίκι και πάμε να πιάσουμε τη γάτα. Για την καθόλου ευκαταφρόνητη επιδίωξή μας καταστρώνουμε μέσα στο μυαλό μας ένα σχέδιο: θα κάνουμε το τάδε, το τάδε, το τάδε και το τάδε και θα την καταφέρουμε. Έτσι, δε θα μπορούμε παρά να γίνουμε ήρωες στα μάτια των απανταχού ποντικιών.
Με το φιλόδοξο εγχείρημά μας στο νου παίρνουμε θέση. Βλέπουμε τη γάτα να έρχεται προς το μέρος μας και βάζουμε σ’ εφαρμογή το σχέδιό μας. Κάνουμε το τάδε, το τάδε, αλλά τότε, συμβαίνει το αναπάντεχο: Η γάτα μας εμποδίζει να κάνουμε το επόμενο «τάδε» που προβλέψαμε κι έτσι, το σχέδιό μας δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Κοκαλώνουμε, τότε, απ’ τον πανικό μας κι όχι μόνο δε γραπώνουμε τη γάτα όπως επιδιώκαμε, αλλά γινόμαστε και μια εύκολη χαψιά στο στομάχι της.
Βυθισμένοι σε πελάγη ανείπωτης ντροπής για το φιάσκο του σχεδίου μας, βλέπουμε τελικά την επιφοίτηση να έρχεται, αφού βρισκόμαστε πια μέσα στο στομάχι της γάτας: Αν κάναμε «αυτό» θα γλιτώναμε και θα την πιάναμε! Τότε, δε θα μπορούμε παρά να καμαρώσουμε για την ιδιοφυή ιδέα μας, μα, δυστυχώς, το ευκίνητο κατά τ’ άλλα μυαλό μας, κατάφερε να την κατεβάσει κατόπιν εορτής.
Οι λόγοι που ναυάγησε το σχέδιό μας και που, αντί να γίνουμε οι ήρωες, παραπέσαμε στον ανυπέρβλητο εξευτελισμό, είναι τρεις: Καταρχάς, δεν προνοήσαμε να έχουμε εναλλακτικές ενέργειες, για την περίπτωση που τα πράγματα δε θα εξελίσσονταν έτσι όπως τα φανταστήκαμε. Κατά δεύτερον, δεν προβλέψαμε τον πανικό που δεν υπάρχει στα ονειροπολήματα, αλλά που κυκλοφορεί πολύ στην πραγματικότητα. Και, τέλος, είναι πολύ πιθανόν να πιστέυαμε πιο πολύ στις δυνάμεις μας απ’ όσο θα έπρεπε.
Κάτι αντίστοιχο μας συμβαίνει και στην καθημερινότητα και πολύ συχνά κατεβάζουμε τις ιδέες που πρέπει κατόπιν εορτής κι αφού βρισκόμαστε ήδη στο στομάχι της γάτας. Έτσι, μπορεί να εγκαταλείψουμε καταντροπιασμένοι μια συνάντηση και μόνο τότε να σκεφτούμε πως θα έπρεπε να λέγαμε μια συγκεκριμένη απάντηση για να εντυπωσιάζαμε, ή αφού τερματίζεται μια συζήτηση που είχαμε, να βρούμε εκ των υστέρων τι θα έπρεπε να είχαμε πει, προκειμένου να δείχναμε ότι είμαστε πιο έξυπνοι και πιο σωστοί.
Οι λόγοι που συμβαίνει να βρίσκουμε κατόπιν εορτής την τέλεια απάντηση, είναι περίπου οι ίδιοι με την περίπτωση με τη γάτα και το ποντίκι. Καταρχάς, η ανάγκη μας να εντυπωσιάσουμε, δε θα μπορεί παρά να μας οδηγεί στα ονειροπολήματα. Κατασκευάζουμε μέσα στο μυαλό μας την τροπή που μπορεί να έχει μια συζήτηση και προετοιμαζόμαστε γι’ αυτήν. Δε σκεφτόμαστε, όμως, πως η κουβέντα μας μπορεί να έχει τελικά διαφορετική εξέλιξη απ’ αυτήν που φανταστήκαμε. Κι έτσι, κοκαλώνουμε μόλις κάτι δεν πάει όπως το είχαμε σχεδιάσει κι όχι μόνο δε δείχνουμε πόσο ευφυείς είμαστε με τις ατάκες μας, αλλά μπορεί τελικά να βυθιστούμε ακόμη και σε μια ντροπιαστική, πλην όμως, ιδιοφυέσταστη σιωπή.
Το άγχος, που δε θα υπάρχει στις σκέψεις μας, αλλά που οπωσδήποτε θα μας συνοδεύει όταν θα βάλουμε σ’ ενέργεια το σχέδιό μας, δε θα μας επιτρέψει να το ολοκληρώσουμε έτσι όπως θα θέλαμε. Ο πανικός που θα αισθανθούμε όταν θα πρέπει να μιλήσουμε στην πραγματικότητα, θα μειώσει την ταχύτητα του νου μας και πολύ πιθανόν να μας καταστήσει λιγότερο ικανούς να πούμε την ατάκα που πρέπει και που θα ξεστομίζαμε οπωσδήποτε, με πιο ήσυχο μυαλό.
Τέλος, υπάρχει κι η περίπτωση ο άλλος να είναι απ’ τη φύση του πιο δυνατός από εμάς, όπως συνέβαινε με τη γάτα και το ποντίκι. Η «γάτα» πολύ πιθανόν να είναι πιο εύστροφη και πιο ετοιμόλογη. Κι έτσι, ως ταπεινά «ποντικάκια» δε θα είναι δυνατόν να την εξοντώσουμε με τα λόγια μας και να έχουμε την επιτυχία, που η ταπεινότητά μας φιλοδοξεί. Ούτε θα μπορούσαμε, επίσης, να πούμε εύκολα την ατάκα που θα έκλεινε το στόμα σ’ έναν προΐστάμενο που αγαπάμε όσο ο ποντικός τη γάτα, για παράδειγμα, γιατί αυτός θα ήταν η «γάτα» στην προκειμένη περίπτωση.
Έτσι, λοιπόν, αντί να γινόμαστε οι ήρωες που επιδιώκουμε, πέφτουμε συχνά σε ατάκες κατώτερες του επιπέδου μας και βυθιζόμαστε σε μια ντροπή που μπορεί να φτάσει ακόμη και τα όρια του ρεζιλέματος. Εκ των υστέρων, όμως και κατόπιν εορτής, βρίσκουμε πάντα την τέλεια απάντηση και επανακτούμε, έστω κι άδοξα, λίγη απ’ τη χαμένη αυτοεκτίμησή μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου