Kοιτάζεται στον καθρέφτη για να δει μέσα της. Για να κοιτάξει κατάματα εκείνο που την κάνει να αισθάνεται τόσο ανασφαλής. Προσπερνά όλα τα θετικά χαρακτηριστικά της χωρίς να δίνει σημασία, αλλά δεν καταφέρνει να βρει την πηγή της ανασφάλειάς της. Βάζει τα γυαλιά της για να δει καλύτερα. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει τι φταίει. Μήπως έχει ξεμείνει τίποτα από τα συντρίμμια μιας σχέσης που φαίνεται αχνά απ’ το παρελθόν; Να είναι καμιά απόρριψη που είχε βιώσει και την τυραννά ακόμη, χωρίς να το καταλαβαίνει;
Δεν μπορεί να βγάλει άκρη, τα παρατά και πάει να ντυθεί. Θα τον δει σήμερα. Χαίρεται, αλλά δεν μπορεί να δοθεί ολοκληρωτικά στην ευτυχία της. Θα τον δει, αλλά αν κάτι πάει στραβά; Μπορεί να εντοπίσει κάτι πάνω της, που να μην του αρέσει. Ίσως να μη σταθεί στο ύψος της και να εκτεθεί. Η χαρά της που θα τον συναντήσει, αντικαθίσταται σιγά-σιγά από άγχος. Δε θέλει να χαλάσει τίποτα, δε θέλει να σταματήσει να τη θέλει. Το ενδεχόμενο, όμως, να γίνει αυτό που φοβάται, σφηνώνεται σαν εμμονή στο κεφάλι της.
Πάλεψε πολύ για να είναι μαζί του. Συγχώρεσε, συγχωρέθηκε, εγκαταλείφθηκε, κυριεύθηκε απ’ την ανασφάλειά της, ανασυγκροτήθηκε όμως ξανά. Πέτυχε αυτό που ήθελε και τον έχει πάλι κοντά της. Γιατί, όμως, τώρα που κατέκτησε ό,τι ήθελε, νιώθει ανίκανη να το κρατήσει; Γιατί τρέμουν τα χέρια της; Θεέ μου, μα αυτά έχουν ιδρώσει.
Τον βλέπει και ξεχνά τα πάντα. Τα «λέει» καλά κι είναι ευχαριστημένη με τον εαυτό της. Αναζητά το βλέμμα του, για να της επιβεβαιώσει ότι όλα βαίνουν καλώς. Γιατί, τι άλλο θέλει ο ανασφαλής , εκτός από μια βεβαιότητα για να ησυχάσει;
Ενώ, όμως, περνά όλα τα τεστ, που η ίδια αυστηρά έθεσε στον εαυτό της και καταφέρνει να είναι αυτό που ήθελε να είναι, ένα βλέμμα του ή μία λέξη που μπορεί να πέταξε μέσα σε τόσες άλλες, μπορεί να της χαλάσουν τη διάθεση. Κατά τη γνώμη της, το βλέμμα του φανέρωσε δυσφορία. Πίσω απ’ τη λέξη του υπέβοσκε κάποιο αρνητικό μήνυμα.
Κάποιος περισσότερο αντικειμενικός παρατηρητής θα της έλεγε ότι η διάγνωση που έκανε δεν έχει βάση, αφού δε διαθέτει ένα λογικό επιχείρημα για να την υποστηρίξει. Ποιος, όμως, του είπε ότι ο ανασφαλής χρειάζεται κι απτά επιχειρήματα για να βγάλει τα πορίσματά του; Με την τελευταία διαπίστωσή της, λοιπόν, χάνει αμέσως τη ζωηρότητά της.
Αλλάζει τη στάση της και παρ’ όλο που έστω και λαθεμένα κατάλαβε ότι κάτι πήγε στραβά, δεν προσπαθεί να διορθώσει την κατάσταση και να την επαναφέρει στη θετική της ροή, αλλά αντιθέτως, ξεκινά έναν αγώνα για να ισοπεδώσει κάθε ωραιότητα που υπήρχε. Αφού της καρφώθηκε η ιδέα ότι κάτι «στράβωσε», έπρεπε να το αποδείξει. Έπρεπε να τον κάνει να ομολογήσει τη δυσφορία του. Και με ό,τι αξιολύπητο ερώτημα μπορούσε εκείνη τη στιγμή να διαθέσει, βάλθηκε να του αποσπάσει την ομολογία.
Να τον κάνει να παραδεχτεί ότι κάτι δεν του άρεσε. Να της πει τι ήταν αυτό. Θεέ μου, πώς μια τέτοια γυναίκα μπορούσε να κρύβει τόση ανασφάλεια μέσα της; Δε χρειάζεται, όμως, να υστερεί κάπου ο άνθρωπος για να είναι ανασφαλής. Κι αντιθέτως, εκείνος που του υπολείπονται προσόντα, μπορεί και να σφύζει από ακλόνητη αυτοπεποίθηση.
Εγκλωβισμένη, λοιπόν, στην παράλογη μα πέρα για πέρα υπαρκτή διαίσθησή της ότι κάτι δεν πήγε καλά, ξεκίνησε να κυλιέται στον κατήφορο, να φέρεται έτσι όπως ήξερε ότι δεν έπρεπε να φερθεί και να επιδεινώνει τώρα, πράγματι, τη θέση της.
Εκείνος στην αρχή προσπάθησε να τη συνεφέρει. Απέρριπτε μία, μία τις κατηγορίες της. Τη διαβεβαίωνε ξανά και ξανά ότι τίποτα δεν είχε πάει στραβά, ισχυριζόταν πως όλα ήταν τέλεια. Την παρακάλεσε να σταματήσει. Όταν εκείνη, όμως, επέμεινε στο παραλήρημά της, σιγά-σιγά άρχισε όντως να δυσφορεί.
Εκείνη είδε τότε τη λανθασμένη, αρχικά, διαίσθησή της, να παίρνει τώρα σάρκα μπροστά της. Τον είδε να θυμώνει και ν’ απογοητεύεται μαζί της. Όσα φανταζόταν ότι συνέβαιναν, τώρα συνέβαιναν πράγματι. Δε χρειαζόταν πια να επιβεβαιώσει τίποτα. Να τον κατηγορήσει μετά, αφού σηκώθηκε να φύγει; Μα, όχι. Κοίταζε απλώς την πλάτη του ν’ απομακρύνεται και ψιθύρισε στον εαυτό της : «Είχα δίκαιο τελικά, κάτι τον χάλασε…».
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου