Μια κότα άρχισε να λέει στο κοτέτσι της πώς κατάφερε να χωθεί μες τις αλεπούδες, πώς, με μεγάλη μαεστρία, τις έπεισε να μην την πειράξουν και πως, στο τέλος, όχι μόνο δεν την πείραξαν, μα αντιθέτως, της υποσχέθηκαν πως θ’ αφήσουν ήσυχες όλες τις κότες και πως βάλθηκαν να την ευχαριστούν, μάλιστα, που εξαιτίας της δε θ’ αμάρταιναν ξανά.
«Ποιος ο λόγος, έξυπνές μου αλεπούδες, να ‘μαστε εχθροί; Όλοι πλάσματα του θεού δεν είμαστε; Γιατί, λοιπόν, να τρώμε το ένα το άλλο; Γιατί να μην συνυπάρχουμε απλά αγαπώντας το ένα το άλλο; Να, εγώ, παρόλο που έχετε ξετινάξει το κοτέτσι μου, πέφτω στα πόδια σας και τα φιλώ και το λέω πως παρ’ όλα αυτά, ακόμη σας αγαπώ» ισχυριζόταν λοιπόν, η κότα, πως έτσι ακριβώς τα είπε στις αλεπούδες, χωρίς καμία, μάλιστα, παραλλαγή στα λόγια της.
Κι ύστερα, συνέχιζε… «Και δε θα πιστέψετε τι έγινε όταν τους τα αράδιασα όλα αυτά: Σήκωσα πάνω το κεφάλι μου, γιατί όσο τους μιλούσα το ‘χα φυσικά ταπεινά κατεβασμένο, κοίταξα τις αλεπούδες και τι να δω; Χοντρά-χοντρά δάκρυα έσταζαν απ’ όλων τους τα μάτια. Κι όχι χοντρά, χοντρότατα, πιο χοντρά δάκρυα δεν έχω ξαναδεί ποτέ.»
Οι άλλες κότες, ακούγοντας όλα αυτά τα αδιανόητα πράγματα που τους αράδιαζε, φουρκίζονταν όλο και πιο πολύ. «Πότε πήγες, βρε καημένη κότα, στις αλεπούδες κι εμείς δε σε είδαμε; Όλη μέρα στο κοτέτσι δεν είσαι; Ρούπι δεν το ‘χεις κουνήσει από εδώ. Τι βλακείες, λοιπόν, μας τσαμπουνάς;»
Κι η κότα, φυσικά, δεν πτοήθηκε καθόλου απ’ αυτό το αδιαμφισβήτητο επιχείρημα των άλλων κοτών. «Φυσικά κι έχετε δίκιο. Δεν το κούνησα ρούπι απ’ το κοτέτσι, μ’ αυτό μονάχα όταν με βλέπατε. Γιατί όταν κοιμόσασταν τα βράδια και δε με βλέπατε, εγώ έφευγα και πήγαινα στις αλεπούδες, γι’ αυτό και τόσο καιρό τώρα δε μας έχουν πειράξει.»
Οι κότες πάλι τραβούσαν τα μαλλιά τους, γιατί ήξεραν πως οι αλεπούδες δεν υπήρχαν πια, μα επειδή τις έδιωξαν οι κυνηγοί κι όχι γιατί η κότα συγκίνησε τις καρδιές τους. Την άφησαν, ωστόσο, να συνεχίσει, κι εκείνη με ανακούφιση δέχτηκε τη σιωπή τους.
Κι έτσι, εξακολούθησε: «Και ξέρετε και πόσες κουβέντες έκοψα μαζί τους; Ου, πόσα πράγματα έμαθα γι’ αυτές; Να, λόγου χάρη, το γνωρίζατε σεις πως η ουρά τους είναι πιο μακριά απ’ όλο το σώμα τους;»
«Αλήθεια λέει» πετάχτηκε τότε μια κότα. «Όλα τα βιβλία το λένε πως η ουρά τους είναι πιο μεγάλη απ’ το κορμί τους. Φτάνει μάλιστα και τα εξήντα εκατοστά μάκρος ορισμένες φορές.» Κι η κότα, τότε, κοίταξε, με δάκρυα ευγνωμοσύνης στα μάτια, την κότα που επιβεβαίωσε τη μόνη αλήθεια που είχε πει, μέσα σ’ όλο εκείνο το παραμύθι της.
Σαν αυτήν την κότα, λοιπόν, φέρονται κι ορισμένοι άνθρωποι και παρασυρμένοι από βαθιά αισθήματα επιδίδονται σε διηγήσεις παντελώς ψευδείς, που ωστόσο, μέσα σ’ αυτές, δεν είναι απίθανο να υπάρχει καμιά φορά και κάποια αλήθεια.
Καταρχάς, η μυθομανής αυτή κότα αράδιαζε την αναληθή ιστορία της, καθώς στον ύπνο της μα και στον ξύπνιο της ακόμη ίσως να ονειρευόταν πως θα έσωζε μ’ αυτόν τον τρόπο τη φυλή της απ’ τις αλεπούδες. Ίσως ακόμα και να έσταζαν τα μάτια της δάκρυα ενώ φανταζόταν τη στιγμή που θα φίλιωνε μαζί τους, που θα έσωζε μια για πάντα το κοτέτσι της και που οι κότες θα την ευγνωμονούσαν και θα της φώναζαν «Είσαι ο ήρωάς μας». Έτσι, λοιπόν, και μερικοί, παρασυρμένοι από τόσο έντονα ονειροπολήματα, δεν αντέχουν κι αρχίζουν να τα εξιστορούν σαν να συνέβησαν, λαχταρώντας να ζήσουν στ’ αλήθεια τα συναισθήματα που δοκιμάζουν στις φαντασιώσεις τους.
Επιπλέον, όταν ξεκινά κανείς μ’ ένα ψέμα, ύστερα θα χρειαστούν κι άλλα πολλά ψέματα για να στηρίξει το πρώτο που είπε. Κι έτσι, δε θα μπορεί να σταματήσει τα ψεύδη του, παρόλο που μπορεί και να το θέλει, γιατί στο σημείο που θα ‘χει φτάσει, ή που θα πρέπει να τα ομολογήσει και να υποστεί τον εξευτελισμό απ’ την παραδοχή τους, ή που θ’ αναγκαστεί να συνεχίσει μ’ αυτά, καταντώντας, σιγά- σιγά, σωστός μυθομανής.
Αν η κότα ήταν ακόμη μικρή, τότε θα καταλόγιζαν τους αδιανόητους ισχυρισμούς της απλά στην ανάγκη της να τραβήξει την προσοχή, καθώς, λόγω ηλικίας, δε θα ‘χε βιώσει κάτι το αξιοθαύμαστο για να την αποσπάσει μ’ αυτό. Όταν, λοιπόν, έχει κάποιος την ανάγκη σε μεγαλύτερη ηλικία να πει πράγματα που δεν έχει ζήσει, πάει να πει πως πιστεύει πως, παρόλο που μεγάλωσε, ωστόσο δεν κατάφερε να κάνει τίποτα το εξαιρετικό για να μπορεί με υπερηφάνεια να το διηγηθεί και να κερδίσει μ’ αυτό τον θαυμασμό.
Ένας μυθομανής, ωστόσο, ξέρει πολύ καλά μέσα του πως δεν είναι δυνατόν να χάβουμε τα όσα μας αραδιάζει. Έτσι, θα εξαγριωθεί αν ενθουσιαστούμε υπερβολικά με τα ψέματά του, καθώς θα το καταλάβει πως υποκρινόμαστε για να μην τον πληγώσουμε. Μπορεί να μας πει, μάλιστα, προσβλημένος: «Αφού το βλέπω πως δε με πιστεύεις, τότε τι μου παριστάνεις, βρε απατεώνα, τον ενθουσιασμένο;».
Αντιθέτως, θα μας ευγνωμονεί αν επισημάνουμε μιαν αλήθεια που θα τύχει να πει ανάμεσα στα τόσα ψέματά του, όπως ακριβώς έκανε κι εκείνη η κότα που επιβεβαίωσε πως οι αλεπούδες έχουν, πράγματι, μια τόσο μεγάλη ουρά, κάνοντας τη μυθομανή κότα να εκπλαγεί ευχάριστα κι η ίδια που είπε και κάτι που στέκει. Επιπλέον, μ’ αυτόν τον τρόπο, θα συζητήσουμε για ένα θέμα που δε θα ‘ναι στηριγμένο σε ψέματα.
Κι έτσι, λοιπόν, η κότα δεν παραδέχθηκε ποτέ πως έλεγε ψέματα, μα αντιθέτως, όσο την αμφισβητούσαν, τόσο κατέφευγε σ’ ένα σωρό άλλες αδιανόητες αρλούμπες, προκειμένου να πείσει τις κότες πως εκείνη έσωσε το κοτέτσι τους απ’ τις αλεπούδες.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη