«Ήμασταν συνοδοιπόροι στο ταξίδι μας, θέλαμε να πάμε στον ήλιο. Ακολουθούσαμε το φως του και προχωρούσαμε. Για ακόμη μια μέρα, σέρναμε τα πόδια μας απ’ την κούραση. Ο ήλιος ήταν μπροστά μας κι έτσι η πορεία μας ήταν επίπεδη, αλλά με πολλές στροφές. Μετά από κάθε στροφή, έβλεπα ότι πλησιάζαμε τον ήλιο. Φαινόταν ότι ήμασταν πολύ κοντά στο στόχο μας.
«Φτάνουμε», σε ενθάρρυνα κάθε τόσο με ενθουσιασμό και προσπαθούσα να σου μεταδώσω το χαμόγελό μου, αλλά ήταν αδύνατον να το «μεταγγίσω» στο πρόσωπό σου.
Στροφή με τη στροφή, όμως, ο ήλιος φαινόταν ν’ ανεβαίνει. Ήταν λάθος τελικά η επίπεδη διαδρομή που πήραμε, έπρεπε ν’ ανέβουμε για να πάμε κοντά του. Αλλαγή πλάνου, λοιπόν, θέλαμε ύψος. Πήραμε, έτσι, τα βουνά, ανεβήκαμε σε σκάλες και σε στέγες για να φτάσουμε τον ήλιο.
Σκυθρώπιασες, γιατί δε σ’ άρεσαν οι αναβάσεις στο ταξίδι μας. Ανέβαινες, παρ’ όλα αυτά, μαζί μου. Μέχρι, όμως, να φτάσουμε τον ήλιο, αυτός κατέβηκε πάλι. Θα αλλάζαμε ξανά σχέδιο, λοιπόν, έπρεπε να πάμε χαμηλά. Για πρώτη φορά, τότε, σήκωσες εξαγριωμένο το βλέμμα σου πάνω μου.
«Είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνεις;», φώναξες καταφουρκισμένος. «Να καταλάβω, τι;», απάντησα, άναυδος. «Δεν μπορούμε να φτάσουμε τον ήλιο, δε γίνεται να τον φτάσουμε!!!», πρόσθεσες μ’ ένα σπαραξικάρδιο λυγμό στη φωνή σου. «Πώς δεν μπορούμε; Δε βλέπεις πόσο κοντά του έχουμε ήδη φτάσει;» σου είπα, χωρίς να καταλαβαίνω τι σε είχε πιάσει.
Μου έγνεψες, τελικά, καταφατικά και χαμογέλασες για πρώτη φορά στο ταξίδι μας. «Έχεις δίκιο, πάμε να βρούμε τον ήλιο σου», απάντησες και συνεχίσαμε».
Eγκαταλείποντας τώρα το ταξίδι για τον ήλιο, εντοπίζουμε τη βασική διαφορά μεταξύ των δύο συνοδοιπόρων: Ο ένας ήξερε ότι δεν μπορούσαν να φτάσουν τον ήλιο, ο άλλος όμως, όχι.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην πραγματικότητα, αν υποθέσουμε ότι ο ήλιος είναι η ευτυχίας μας. Γνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε να την κατακτήσουμε, δεν απολαμβάνουμε το δρόμο μας προς αυτήν. Τον ακολουθούμε δυσφορώντας κι απαξιώνοντας το ίδιο το δρομολόγιο, αφού είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο στόχο μας. Κάθε φορά, μάλιστα, που επιβεβαιώνεται η ματαιότητα του σκοπού μας, η απαισιοδοξία μας γίνεται ακόμα πιο έντονη και πιο βαθιά.
Στον αντίποδα, βρίσκεστε εσείς που βαδίζετε προς την ευτυχία με αλύγιστο ενθουσιασμό. Κάνετε ένα μόνο βήμα και βλέπετε ήδη την ευτυχία στα πόδια σας. Κι όταν αντιληφθείτε ότι μπροστά σας δεν απλώθηκε παρά η σκιά της ευτυχίας που οραματιστήκατε, δε θ’ αποθαρρυνθείτε. Με ανανεωμένη αισιοδοξία θα κυνηγήσετε ξανά και ξανά την ευτυχία, που είστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει κι ότι βρίσκεται κοντά σας.
Θυμώνουμε τότε μαζί σας, εξοργιζόμαστε, μάλιστα, με την αφέλειά σας. Πώς είναι δυνατόν να τρέχετε πίσω από μια ευτυχία, που φαίνεται ότι είναι αδύνατο να κατακτηθεί; Δε σας ανησυχεί το γεγονός ότι δε φτάνετε ποτέ ολοκληρωτικά σ’ αυτήν; Δεν υποψιάζεστε την αλήθεια; Γιατί δε διαφωτίζεστε λίγο από τη «γνώση» μας;
Ο απαισιόδοξος, όμως, ή ο αισιόδοξος έχει τη σωστή γνώση τελικά στα χέρια του; Ποιος απ’ τους δύο είναι ο έξυπνος και ποιος ο βλάκας; Αυτός που διεκδικεί την ευτυχία ή εκείνος που έπαψε να πιστεύει σ’ αυτήν; Μπορεί να κατακτηθεί η ευτυχία ή μήπως όχι;
Ας μην μπορεί να κατακτηθεί. Φτάνει, όπως ο ήλιος, απλώς να υπάρχει. Και να ζεσταίνει με τις ακτίνες της το δρόμο μας…
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου